-
1 κολοκυνθοπειρατης
См. также в других словарях:
κολοκυνθοπειρατής — κολοκυνθοπειρατής, ὁ (Α) πειρατής που πλέει σε πλοίο από κολοκύνθη … Dictionary of Greek
1 κολοκυνθοπειρατης
κολοκυνθοπειρατής — κολοκυνθοπειρατής, ὁ (Α) πειρατής που πλέει σε πλοίο από κολοκύνθη … Dictionary of Greek