Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κολοβῶ

См. также в других словарях:

  • κολοβώ — κολοβῶ, όω (AM) βλ. κολοβώνω …   Dictionary of Greek

  • κολοβῶ — κολοβός docked masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κολοβόω dock pres subj act 1st sg κολοβόω dock pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβῷ — κολοβός docked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβωτής — κολοβωτής, ὁ (Μ) [κολοβώ] αυτός που ακρωτηριάζει κάτι …   Dictionary of Greek

  • κολοβώνω — (AM κολοβῶ, όω, Μ και κολοβώνω) [κολοβός] κόβω, ακρωτηριάζω, κουτσουρεύω («ἀποκτέννουσιν αὐτούς, καὶ κολοβοῡσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας», ΠΔ) νεοελλ. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω μσν. μετριάζω αρχ. (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω …   Dictionary of Greek

  • κολόβωμα — το (AM κολόβωμα) [κολοβώ] 1. ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα («οὐδέν τι τῶν ζῴων ἐλλιπὲς ἔχον μόριον ἐκ κολοβώματος ἐθύετο», Τζέτζ.) 2. το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει μετά τον ακρωτηριασμό …   Dictionary of Greek

  • κολόβωση — η (AM κολόβωσις) [κολοβώ] η ενέργεια τού κολοβώνω, ακρωτηριασμός, κολόβωμα αρχ. ελάττωση, σμίκρυνση …   Dictionary of Greek

  • σκολύπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω* «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς* και σκόλυθρον*, ενώ δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»