-
1 κολοβή
-
2 κυληβίς
κυληβίς· κολοβή, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυληβίς
-
3 κολόβιον
-
4 κυληβις
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυληβις
-
5 κύλληβις
Other forms: κυληβίς κολοβή H. Cf. Theognost. 21, 19.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. The glosses are also unclear, but we can retain κυλ(λ)ηβις κολοβ-. The word is Pre-Greek (note λ\/λλ)..Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κύλληβις
-
6 μόλουρος
Grammatical information: ?Meaning: unidentified snake (Nic. Thér. 491)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One assumes that from this word is derived a word for a locust (?), μολουρίς, - ίδος (Nic. Thér. 416). Gow and Scholfield think that it is the snake μόλουρος, but Gil, Nombres de insectos 52 translates `locust'. Hesychius has μολοῦρις αἰδοῖον κολοβη λόγχη η μόλις οὐρῶν, and μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα; Suidas has μολουρίς, μολουρίδες μολυρίδας τὰς ἀκρίδας φασί. No etymology.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόλουρος
См. также в других словарях:
κολοβή — κολοβή, ἡ (Α) [κολοβός] το κολόβιο* … Dictionary of Greek
κολοβοδιέξοδος — κολοβοδιέξοδος, ον (Α) (για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω τής ανατολής και τής δύσης τού Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν … Dictionary of Greek
κολουροειδώς — (Μ) (ε πίρρ.) με κολοβή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κολουροειδής (< κόλουρος + ειδής*)] … Dictionary of Greek
κυληβίς — κυληβίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κολοβή» … Dictionary of Greek
μολουρίς — και, κατά το λεξ. Σούδα, μολυρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα» β) «μολουρίς αἰδοῑον κολοβὴ λόγχη ἢ μόλις οὐρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μόλουρος*] … Dictionary of Greek
πρύμη ή πρύμνη — Το πίσω άκρο ενός σκάφους και, κατ’ επέκταση, όλο το πίσω τμήμα, προς διάκριση από το κεντρικό και το πρωραίο. Η δομή της π. ποικίλλει ανάλογα με το αν τα πλοία είναι από ξύλο ή από σίδερο. Στα πρώτα, βασικό στοιχείο είναι το ποδόσταμο της π.,… … Dictionary of Greek