-
1 κολνώ
-
2 αρρώστια
αρρώστία, αρρώστιά η1) болезнь, недуг;κακιά αρρώστια — а) туберкулёз; — б) сифилис;
κολλητική αρρώστ — заразная болезнь;
κολνώ αρρώστια — заражаться;
περνώ αρρώστια — перенести болезнь;
2) перен. надоедливость, докучливость;αυτός ο άνθρωπος είναι αρρώστ — он надоедлив, докучлив; — он надоеда, зануда (прост.);
αρρώστ μου έγινε με τίς φλυαρίες του — он извёл меня своей болтовнёй;
3) недостаток, порок -
3 ταμπέλ(λ)α
η1) вывеска (магазина, предприятия); дощечка (на двери и т. п.); 2) ярлык;του κολνώ την ταμπέλ(λ)α — приклеивать кому-л. ярлык
-
4 ταμπέλ(λ)α
η1) вывеска (магазина, предприятия); дощечка (на двери и т. п.); 2) ярлык;του κολνώ την ταμπέλ(λ)α — приклеивать кому-л. ярлык
См. также в других словарях:
κολνώ — και κολνάω βλ. κολλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολνώ — άω βλ. κολλώ … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολλάω και κολνώ κόλλησα, κολλήθηκα, κολλημένος 1. ενώνω με κολλητική ουσία δύο ή περισσότερα αντικείμενα, συγκολλώ: Κολλάω χαρτόσημα. 2. συνενώνω, συνδέω: Έδωσα να μου κολλήσουν το μπρίκι. 3. μεταδίδω ασθένεια, μολύνω: Η γυναίκα μου με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)