-
1 κολλήση
κολλήσηι, κόλλησιςgluing: fem dat sg (epic)κολλάωglue: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)κολλάωglue: aor subj act 3rd sg (attic ionic)κολλάωglue: fut ind mid 2nd sg (attic ionic) -
2 κολλήσῃ
κολλήσηι, κόλλησιςgluing: fem dat sg (epic)κολλάωglue: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)κολλάωglue: aor subj act 3rd sg (attic ionic)κολλάωglue: fut ind mid 2nd sg (attic ionic) -
3 κόλληση
[-ις (-εως)] η1) см. κόλλημα 1, 2, 3, 4; 2) см. κολλητή ρι[ον] 1, 2 -
4 наклейка
-и θ.(επι)κόλληση•наклейка этиктов на коробки η κόλληση ετικετών στα κουτάκια.
|| ετικέτα, χαρτί κολλητό;(θεατρ.) πρόσθετο, κολλητό (για γένεια, μουστάκια κ.τ.τ.). -
5 вклейка
1. (процесс) η συγκόλληση, το κόλλημα, η κόλληση 2. (вклеиваемый оттиск) полигр. η ένθετη (κολλημένη) σελίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вклейка
-
6 клейка
(процесс) η κόλληση, το κόλλημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клейка
-
7 контакт
η επαφ/ή, η ένωσηзамыкать - κλείνω/συνδέω την -, ενώνω τις - έςблокировочный - του φράγματος/μπλοκαρίσματοςнеподвижный - σταθερή -, ακίνητη -сигналь-но-блокировочный - σήματος του φραγμού/μπλοκαρίσματοςтормозной - πέ-δης/φρένουштыковой - μάχαιρας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контакт
-
8 конфекция
(в производстве резиновых изделий и сварке пластмасс) η αναγόμωση (κατά την παραγωγή του ελαστικού και κόλληση του πλαστικού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конфекция
-
9 микросварка
η μικροσκοπική ηλεκτρο-κόλληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микросварка
-
10 монтаж
1. (сборка, установка) η συναρμολόγηση, η άρμωση, το μοντάρισμα- στη βάση- трубопровода - του δικτύου σωλήνων/σωληνόσεων 2 (эл.элн.) η περιέλιξη, το κύκλωμαпередний (на щите панели) - μπροστινή -, εμπρόσθια -3. (литер., муз.) η άρμωση 4. кфт. η συναρμολόγηση (της εικόνας), το μοντάζ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтаж
-
11 наваривать
(сваркой) κάνω ηλεκτρο-κόλληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наваривать
-
12 наклеивание
η (επι)κόλληση-ть κολλώ, επικολλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклеивание
-
13 налипание
η κόλληση- ть κολλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налипание
-
14 наплавка
1. (нанесение одного металла на поверхность другого) η επιμετάλλωση 2. (нанесение твёрдого сплава) η επένδυση με σκληρό κράμα 3. (восстановление толщины, наращивание) η γόμωσηη επαναφορά του αρχικού πάχους, η επαναφορά της αρχικής μορφής4. (одной детали на другую) η κόλληση ενός στοιχείου σε άλλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наплавка
-
15 наплавлять
(один металл на поверхность другого) επιμεταλλώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наплавлять
-
16 подклеивание
η (υπο)κόλληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подклеивание
-
17 пресс
το πιεστήριο, разг. η πρέσαобрезной (мет.-об.) - κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пресс
-
18 приклейвание
η (προς)κόλληση-ть κολλώ, προσκολλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приклейвание
-
19 прилипание
η κόλληση, η προσκόλληση, η συγκολλητικότητα, η πρόσφυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилипание
-
20 примерзание
η κόλληση λόγω παγώματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > примерзание
См. также в других словарях:
κόλληση — η 1. κόλλημα, συγκόλληση: Το σπασμένο χερούλι της κατσαρόλας θέλει κόλληση. 2. κολλητήρι, η ύλη που χρησιμοποιείται για συγκόλληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόλληση — η (AM κόλλησις) [κολλώ] 1. συνένωση δύο σωμάτων με ή χωρίς παρεμβολή κόλλας ή άλλου συνδετικού υλικού, η συγκόλληση 2. το υλικό που χρησιμοποιείται για συγκόλληση νεοελλ. 1. σημείο όπου έγινε η ένωση δύο αντικειμένων με κόλλα 2. κράμα κασσιτέρου… … Dictionary of Greek
κολλήσῃ — κολλήσηι , κόλλησις gluing fem dat sg (epic) κολλάω glue aor subj mid 2nd sg (attic ionic) κολλάω glue aor subj act 3rd sg (attic ionic) κολλάω glue fut ind mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κατακόλλησις — κατακόλλησις, ἡ (Μ) [κατακολλώ] η τέλεια κόλληση … Dictionary of Greek
κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… … Dictionary of Greek
κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
λιθοκόλληση — η διακόσμηση τιμαλφών αντικειμένων με πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόλληση (< κολλώ)] … Dictionary of Greek
μολύβδωση — η (Α μολύβδωσις και μολίβδωσις) [μολυβδώνω] νεοελλ. 1. επένδυση ή επικάλυψη με πλάκες ή φύλλα μολύβδου 2. (φυτοπαθολ.) άλλη ονομασία τής ασθένειας τών φυτών αργυροφυλλίας αρχ. κόλληση ή επίχριση με μόλυβδο … Dictionary of Greek