Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κολλούριον

См. также в других словарях:

  • κολλούριον — κολλούριον, τὸ (AM) κουλούρι αρχ. κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύριον*] …   Dictionary of Greek

  • κολλούριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλουρίοις — κολλούριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλουρίου — κολλούριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλουρίων — κολλούριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλουρίῳ — κολλούριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλούρια — κολλούριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAMIA Terra — memorata Theophrasto, inter varia terrae genera, quae in Asiae Insulis repertae, nativae essent et aliquem usum adferrent ad vitam, ἔγχυλος ac pinguis est. Hanc eniin probandam esse Dioscorides ait, τὴν ἔγχυλον καὶ μαλακην` καὶ ἐυτριβη, οῖα ἐςτιν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερεικηρόν — ἐρεικηρόν κολλούριον, τὸ (Α) [ερείκη] κολλύριο που παρασκευάζεται από ερείκη …   Dictionary of Greek

  • κολλουριοποιούμαι — κολλουριοποιοῡμαι, έομαι (Α) κολλυριοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλούριον + ποιοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • κουλλούρι — και κουλούρι, το 1. μικρή κουλούρα 2. ψωμί που μοιάζει με κρίκο αλυσίδας και η επιφάνειά του είναι συνήθως καλυμμένη με σουσάμι ή ζάχαρη 3. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) το μηδενικό 4. ναυτ. ο δακτύλιος που βρίσκεται στο άνω μέρος τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»