-
1 κολλίκιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλίκιος
-
2 κολλικίων
κολλίκιονneut gen plκολλίκιοςshaped: fem gen plκολλίκιοςshaped: masc /neut gen pl -
3 κολλίκιον
κολλίκιονneut nom /voc /acc sgκολλίκιοςshaped: masc acc sgκολλίκιοςshaped: neut nom /voc /acc sg -
4 κόλλιξ
κόλλιξ, -ῑκοςGrammatical information: m.Meaning: `round coarse bread' (Hippon., com.), `tablet' (medic.).Compounds: κολλικο-φάγος (Ar.)Derivatives: κολλίκιος ἄρτος (Ath.), κολλίκιον (Greg. Cor.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On the formation Schwyzer 497, Chantraine Formation 382. The word, in -ῑκ-, is no doubt Pre-Greek. (From MGr. κολλίκι(ον) Russ. kulíc `Easter-cake'; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.). Cf. κόλλα.Page in Frisk: 1,899Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλλιξ
См. также в других словарях:
κολλίκιος — κολλίκιος, ία, ον (AM) [κόλλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον μικρό κουλούρι, κουλουράκι αρχ. αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι … Dictionary of Greek
κολλικίων — κολλίκιον neut gen pl κολλίκιος shaped fem gen pl κολλίκιος shaped masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλίκιον — neut nom/voc/acc sg κολλίκιος shaped masc acc sg κολλίκιος shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
κολλίκιον — τὸ (AM) βλ. κολλίκιος … Dictionary of Greek