Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κολιός

  • 1 κολιός

    κολιός, , der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κολιός

  • 2 κολιος

         κολιός
         зеленый дятел ( разновидность) Arst.

    Древнегреческо-русский словарь > κολιος

  • 3 κολιός

    κολιός
    green woodpecker: masc nom sg

    Morphologia Graeca > κολιός

  • 4 κολιός

    A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA 593a8, al. (vv.ll. κολεός, κελεός).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολιός

  • 5 κολιός

    κολιός, , der Grünspecht

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > κολιός

  • 6 κολιός

    ο скумбрия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κολιός

  • 7 κολιός

    el verat

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > κολιός

  • 8 Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο

    Каждая вещь в свое время, так же как и скумбрия в августе
    Каждому овощу свое время
    Всему свое время
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο

  • 9 καιρός

    ο
    1) время;

    χάνω καιρό — терять время;

    χάνω τον καιρό μου — напрасно терять время, напрасно стараться;

    μη χάνετε καιρο — не теряйте времени, спешите;

    2) удобный случай, подходящий момент, пора;

    εν καιρώ τω δέοντι — в подходящий момент;

    βρίσκω (τον) καιρο — находить подходящий момент;

    3) пора расцвета, созревания;

    είναι στον καιρό της η κοπέλλα — девушка в самом соку; — девушке пора замуж;

    4) погода;

    ακατάστατος καιρός — неустойчивая погода;

    κάνει καλό καιρο — стоит хорошая погода;

    εξαρτάται απ' τον καιρό — зависит от погоды;

    5) время, времена; эпоха, эра;

    καιροί — ой μενετοί — время не ждёт;

    στον παληό καιρό — в старые времена;

    § θέλει καιρούς και ζαμάνια γιά να γίνει — для этого требуется длительное время;

    περνώ τον καιρό μου — проводить время;

    έχω καιρό να τον (1)δώ — я давно его не видел;

    καιρός να τού δίνουμε — пора убираться; — пора смываться (прост.);

    είναι καιρός πού μας άφησε χρόνια — он давно уже умер;

    μιά φορά κι' έναν καιρό — когда-то, однажды (в сказках);

    από τον καιρό τού Νώε — при царе Горохе;

    με τον καιρό — со временем;

    προ καιρου — давно;

    πρίν (από) λίγο καιρό — или προ ολίγου καιρου — недавно, с недавних пор, с недавнего времени;

    από καιρό σε καιρο — или από καιρού εις καιρόν — время от времени;

    κατά καιρους — временами; — в разное время, периодически;

    εν καιρώ — в нужное время, в нужный момент;

    γνά πολύν καιρό — надолго;

    τον καιρός πού... — в то время как...;

    τον κακό σου τον καιρό! — или κακό καιρό να 'χεις! — чтоб тебе пусто было!, чтоб тебе добра не видать! (проклятие);

    καιρός ήτανε — давно бы так;

    ο καιρός επείγει ( — или βιάζει) — время не ждёт;

    κάθε πράμα στον καιρό του κι' αυγά κόκκινα το Πάσχα — или κάθε πράγμα στον καιρό του (κι' ο κολιός τον Αύγουστο) — или καιρός παντί πράγματι — погов, каждому овощу своё время, всему своё время;

    ο καιρός είναι γιατρός — погов, время — лучший лекарь;

    έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα — погов, придёт время, он пожалеет об этом; — он получит по заслугам

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καιρός

  • 10 πρά(γ)μα

    τό
    1) вещь;

    θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;

    2) урожай;

    τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;

    3) товар;
    4) дело; происшествие, событие;

    μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;

    τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;

    τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;

    σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;

    αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;

    5) факт;
    θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;

    § πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;

    είμαι στα πράγματα быть у власти;

    τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;

    κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρά(γ)μα

  • 11 πρά(γ)μα

    τό
    1) вещь;

    θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;

    2) урожай;

    τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;

    3) товар;
    4) дело; происшествие, событие;

    μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;

    τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;

    τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;

    σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;

    αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;

    5) факт;
    θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;

    § πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;

    είμαι στα πράγματα быть у власти;

    τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;

    κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρά(γ)μα

  • 12 κολιών

    κολίας
    coly-mackerel: masc gen pl
    κολιός
    green woodpecker: masc gen pl

    Morphologia Graeca > κολιών

  • 13 κολιῶν

    κολίας
    coly-mackerel: masc gen pl
    κολιός
    green woodpecker: masc gen pl

    Morphologia Graeca > κολιῶν

  • 14 Αύγουστος

    Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές το χρόνο
    Αύγουστος άβροχος, μούτσος αμέτρητος
    – Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο
    – Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι
    – Ο Αύγουστος επάτησε, η άκρα του χειμώνα
    – Τον Αύγουστο τον χαίρονται οπ' έχουν να τρυγήσουν
    Ελληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметы
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αύγουστος

  • 15 κολεός

    A = κολεόν, Hecat.22 J., Hsch., Gloss.; also, = λάρναξ, ὑδρία, Hsch.
    II in form [full] κουλεός, , sheath of the heart, pericardium, Hp.Cord.3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολεός

  • 16 κελεός

    Grammatical information: m.
    Meaning: `green woodpecker, Picus viridis' (Arist.).
    Compounds: PG [Pre-Greek]
    Derivatives: Formation like γαλεός, θυρεός, εἰλεός a. o. (Chantraine Formation 51). Perh. as "the hacker, cutter" v. s. with κελοί = ξύλα (H. s. κελέοντας) to κολάπτω, κόλος (s. vv.)?. Acc. to Bechtel KZ 44, 357 to Lith. kùlti `thresh'; doubts in Kretschmer Glotta 5, 309. Huber Comm. Aenip. 9, 16 sees in the variating tradition (vv. ll. καλιός, κολιός etc.) a sign of foreign origin. Some see a diminutive in κελεΐς ἀξίνη H. ("the hacking"). That the variation points to a Pre-Greek word is probable.
    Page in Frisk: 1,815

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κελεός

  • 17 κολοφών

    κολοφών, - ῶνος
    Grammatical information: m.
    Meaning: `summit, top, pinnacle', only metaph. (Pl., Com. Adesp., Str.), after H. also = κολιός (i. e. κελεός; s. v.) and ἰχθῦς θαλάσσιος;
    Derivatives: κολοφωνέω `crown a work' (Steph. in Hp.). As GN town in Ionia; Κολοφώνιος `from K., inhabitant of K.s'.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
    Etymology: A connection with κολωνός, through *κολαφών \< IE. *koln̥-bho- (Brugmann Grundr.2 2: 1, 301) is strongly endangered by the Anatolian placename, which points to foreign origin, s. Chantraine Formation 162.
    Page in Frisk: 1,904

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολοφών

См. также в других словарях:

  • κολιός — green woodpecker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολιός — (I) ο (Α κολιός) νεοελλ. ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coliidae αρχ. είδος δρυοκολάπτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»]. (II) ο 1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας 2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι… …   Dictionary of Greek

  • κολιός — ο είδος ψαριού, σκουμπρί: Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουμπρί — (scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • κολιαρούδι — το μικρός κολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολιός + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. μαθητ αρούδι, σχολει αρούδι] …   Dictionary of Greek

  • κολιόμορφα — τα ζωολ. τάξη πτηνών, αντιπροσωπευτικό γένος τής οποίας είναι ο κολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. coliiformes. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό colii < κολιός «δρυοκολάπτης» και απόδοση ως προς το β συνθετικό της… …   Dictionary of Greek

  • Skiathos — Gemeinde Skiathos Δήμος Σκιάθου (Σκιάθος) …   Deutsch Wikipedia

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • κολίας — ο (Α κολίας) είδος τού ψαριού σκόμβρος, κολιός νεοελλ. ζωολ. πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών …   Dictionary of Greek

  • κολίδιον — κολίδιον, τὸ (Α) [κολίας] μικρός κολιός, κολιαρούδι …   Dictionary of Greek

  • λαμπροκολιός — ο ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας sturnidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamprocolius < lampro (< λαμπρός) + colius (< κολιός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»