-
1 κολεόπτερα
-
2 κολεόπτερα
κολεόπτεροςsheath-winged: neut nom /voc /acc pl -
3 ελυτρον
τό1) футляр, чехол(τοῦ δόρατος Arph.; τῶν ἀσπίδων Diod.; λυχνίων ἀργυρῶν Plut.)
2) оболочка, покров(τὰ ὄμματα ἔχει ὥσπερ ἔ. τὰ βλέφαρα Arst.; τὸ ἔξω ἔ. Plat.)
3) поэт. бренная оболочка, тело(γαῖα, λαβ΄ Ἀδμήτου ἔ. Luc.)
4) вместилищеἔ. τοῦ ὕδατος или τῶν ὑδάτων Her. — водоем, бассейн
5) зоол. надкрылье -
4 ἀνέλυτρος
ἀνέλυτρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέλυτρος
См. также в других словарях:
κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… … Dictionary of Greek
κολεόπτερα — τα μεγάλη κατηγορία εντόμων, κάνθαροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολεόπτερα — κολεόπτερος sheath winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόρατα — Κολεόπτερα έντομα. Ζουν κυρίως σε χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα όμως στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας … Dictionary of Greek
πυγολαμπίδες — Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των λαμπυριδών. Έχουν συνήθως μήκος 6 8 χλστ., το σώμα τους είναι ορθογώνιο με τα δύο άκρα στρογγυλευμένα· το μικρό κεφάλι φέρει ένα ζευγάρι νηματοειδών κεραιών. Τα έλυτρα είναι καλά ανεπτυγμένα και στη θέση… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό … Dictionary of Greek
βρουχίδες — Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων. Οι β., που είναι γνωστοί με την κοινή ονομασία μαμούνια, επιφέρουν μεγάλες βλάβες στις καλλιέργειες, ιδιαίτερα των ψυχανθών (μπιζέλια, ρεβίθια, φασόλια, κουκιά, φακές) και των κτηνοτροφικών φυτών (τριφύλλι κ.ά.),… … Dictionary of Greek
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… … Dictionary of Greek
ανέλυτρα — τα (Α ἀνέλυτρα) Ζωολ. ονομασία εντόμων που δεν έχουν έλυτρο (κάλυμμα) στα φτερά τους, όπως π.χ. οι μέλισσες, σε αντίθεση με τα κολεόπτερα … Dictionary of Greek