-
1 κολαφιστικῶς
κολαφιστικῶς ἅπτεσϑαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.
-
2 κολαφιστικῶς
κολαφιστικῶς ἅπτεσϑαί τινος, jem. eine Ohrfeige geben
См. также в других словарях:
κολαφιστικώς — κολαφιστικῶς (Μ) επίρρ. με κόλαφο, με ράπισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κολαφιστικός < κολαφίζω] … Dictionary of Greek