-
1 κολαστήριος
κολαστήριος, zum Strafen aehörig; Sp.; τὸ κολαστήριον, Züchtigungsort, Folterplatz, Richtplatz, Sp., wie Synes.; Züchtigungsmittel; οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια ϑαλάσσης Plut. de Aler. tort. 2, 12; vgl. Xen. Mem. 1, 4, 1.
-
2 κολαστήριος
κολαστήριοςhouse of correction: masc /fem nom sg -
3 κολαστήριος
κολαστήριος, zum Strafen gehörig; τὸ κολαστήριον, Züchtigungsort, Folterplatz, Richtplatz; Züchtigungsmittel -
4 κολαστήριος
κολ-αστήριος, ον,A = κολαστικός, δύναμις Ph.1.269, al.II Subst. κολαστήριον, τό, house of correction, Luc.Nec.14, VH2.30.3 = κόλασμα, X.Mem.1.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολαστήριος
-
5 κολαστηρίους
κολαστήριοςhouse of correction: masc /fem acc pl -
6 κολαστήριοι
κολαστήριοςhouse of correction: masc /fem nom /voc pl -
7 κολαστήριον
κολαστήριονneut nom /voc /acc sgκολαστήριοςhouse of correction: masc /fem acc sgκολαστήριοςhouse of correction: neut nom /voc /acc sg -
8 κολαστηρίοις
κολαστήριονneut dat plκολαστήριοςhouse of correction: masc /fem /neut dat pl -
9 κολαστηρίου
κολαστήριονneut gen sgκολαστήριοςhouse of correction: masc /fem /neut gen sg -
10 κολαστηρίω
-
11 κολαστηρίῳ
-
12 κολαστηρίων
κολαστήριονneut gen plκολαστήριοςhouse of correction: masc /fem /neut gen pl -
13 κολαστήρια
κολαστήριονneut nom /voc /acc plκολαστήριοςhouse of correction: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
κολαστήριος — house of correction masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήριος — α, ο (AM κολαστήριος, ία, ον και ος ον) [κολαστήρ] 1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν) α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού … Dictionary of Greek
κολαστηρίους — κολαστήριος house of correction masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήριοι — κολαστήριος house of correction masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήριον — neut nom/voc/acc sg κολαστήριος house of correction masc/fem acc sg κολαστήριος house of correction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… … Dictionary of Greek
κολαστηρίοις — κολαστήριον neut dat pl κολαστήριος house of correction masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστηρίου — κολαστήριον neut gen sg κολαστήριος house of correction masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστηρίων — κολαστήριον neut gen pl κολαστήριος house of correction masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστηρίῳ — κολαστήριον neut dat sg κολαστήριος house of correction masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήρια — κολαστήριον neut nom/voc/acc pl κολαστήριος house of correction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)