Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κολαστικῶς

См. также в других словарях:

  • κολαστικῶς — κολαστικός corrective adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… …   Dictionary of Greek

  • εμποίνιμος — ἐμποίνιμος, ον (AM) Ι. αυτός που συνεπάγεται ποινή, τιμωρία, ο αξιόποινος ΙΙ. επίρρ. ἐμποινίμως με ποινή, κολαστικώς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»