-
1 κολασμοίς
-
2 κολασμοῖς
См. также в других словарях:
κολασμοῖς — κολασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κολασμοίς
2 κολασμοῖς
κολασμοῖς — κολασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)