Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κολακεύει

См. также в других словарях:

  • κολακεύει — κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β …   Dictionary of Greek

  • κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • нѣговати — НѢГ|ОВАТИ (2*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Нежить, ласкать: онъ ѹтѣшаѥть и нѣгѹѥть своимь чл҃вколюбиѥмь. (κολακεύει) ПНЧ 1296, 101 об.; оц҃ь сво˫а дѣти любить. iли нѣгуѥть. СбХл XIV, 104 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αθώπευτος — η, ο (Α ἀθώπευτος, ον) [θωπεύω] αυτός που έχει μείνει χωρίς θωπείες, αχάιδευτος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει κολακευτικά λόγια, ακολάκευτος 2. αυτός που δεν κολακεύει, ο μη κολακευτικός, τραχύς, σκληρός, απότομος …   Dictionary of Greek

  • ακολάκευτος — η, ο (Α ἀκολάκευτος, ον) [κολακεύω] εκείνος που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες νεοελλ. αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει αρχ. όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει …   Dictionary of Greek

  • ακόλακος — ἀκόλακος, ον (Α) αυτός που δεν κολακεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλαξ] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκολακεία — η [αλληλοκολακεύομαι] το να κολακεύει ο ένας τον άλλον, η αμοιβαία κολακεία …   Dictionary of Greek

  • αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… …   Dictionary of Greek

  • αρέσκευμα — ἀρέσκευμα, το (Α) [αρεσκεύομαι] καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αρχολίπαρος — ἀρχολίπαρος, ον (Μ) αυτός που κολακεύει και εκλιπαρεί τους ισχυρούς για να ανέβει σε κάποιο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + λιπαρός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»