-
1 κολακεύει
κολακεύωto be a flatterer: pres ind mp 2nd sgκολακεύωto be a flatterer: pres ind act 3rd sg -
2 ἀελλεῖ
ἀελλεῖ· φιλεῖ, κολακεύει, Hsch.; but [full] ἀελλῶν· στρέφων, ὀπτῶν, ποικίλ<λ>ων, Id. [full] ἀέλλεται· πνεῖ, EM20.1. -
3 ἀχαίνει
ἀχαίνει· σαίνει, παίζει, κολακεύει, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχαίνει
-
4 ἀχαίνει
Grammatical information: v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etym.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀχαίνει
См. также в других словарях:
κολακεύει — κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β … Dictionary of Greek
κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
нѣговати — НѢГ|ОВАТИ (2*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Нежить, ласкать: онъ ѹтѣшаѥть и нѣгѹѥть своимь чл҃вколюбиѥмь. (κολακεύει) ПНЧ 1296, 101 об.; оц҃ь сво˫а дѣти любить. iли нѣгуѥть. СбХл XIV, 104 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αθώπευτος — η, ο (Α ἀθώπευτος, ον) [θωπεύω] αυτός που έχει μείνει χωρίς θωπείες, αχάιδευτος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει κολακευτικά λόγια, ακολάκευτος 2. αυτός που δεν κολακεύει, ο μη κολακευτικός, τραχύς, σκληρός, απότομος … Dictionary of Greek
ακολάκευτος — η, ο (Α ἀκολάκευτος, ον) [κολακεύω] εκείνος που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες νεοελλ. αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει αρχ. όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει … Dictionary of Greek
ακόλακος — ἀκόλακος, ον (Α) αυτός που δεν κολακεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλαξ] … Dictionary of Greek
αλληλοκολακεία — η [αλληλοκολακεύομαι] το να κολακεύει ο ένας τον άλλον, η αμοιβαία κολακεία … Dictionary of Greek
αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… … Dictionary of Greek
αρέσκευμα — ἀρέσκευμα, το (Α) [αρεσκεύομαι] καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον … Dictionary of Greek
αρχολίπαρος — ἀρχολίπαρος, ον (Μ) αυτός που κολακεύει και εκλιπαρεί τους ισχυρούς για να ανέβει σε κάποιο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + λιπαρός] … Dictionary of Greek