-
41 лисить
-сишьρ.δ. (απλ.) κολακεύω πονηρά, αλωπεκίζω. -
42 обхаживать
ρ.δ.μ.1. βλ. обходить1 (1 σημ.).2. καλοπιάνω, κολακεύω. -
43 охаживать
ρ.δ.μ.1. (διαλκ.) τριγυρίζω.2. (απλ.) καλοπιάνω, κολακεύω.3. (απλ.) χτυπώ, μαστιγώνω, ξυλοκοπώ. -
44 плясать
пляшу, пляшешь- μτχ. ενστ. пляшущийρ.δ. χορεύω (συνήθως για λαϊκούς χορούς)•пот и -ет τραγουδάει και χορεύει.
|| μτφ. αναπηδώ, τρέμω, ανακινούμαι.εκφρ.плясать перед кем-л. – γαλιφίζω, κολακεύω, λιβανίζω. -
45 подластиться
-лашусь, -ластишьсяρ.σ.παλ. καλοπιάνω, κολακεύω. -
46 подлизать
-лиду, -лижешь, παθ. μτχ. παρλθ. подлизанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.γλείφω.μτφ., γλείφομαι, καλοπιάνω, κολακεύω, γαλιφεύω. -
47 подмазать
-мажу, -мажешь ρ.σ.μ.1. (λίγο• πρόσθετα) βλ. мазать. || βάφω (χείλη, πρόσωπο).2. μτφ. δωροδοκώ, -λαδώνω.εκφρ.подмазать колеса – λαδώνω, δωροδοκώ.1. βάφομαι, φτιασιδώνομαι.2. μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω. -
48 подмаслить
ρ.σ.μ.1. λαδώνω λίγο ή πρόσθετα.2. μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω. || δωροδοκώ. -
49 подольститься
-льщусь, -льстишься ρ.σ. καλοπιάνω, κολακεύω• αποκτώ την εύνοια. -
50 подпевать
ρ.δ.1. σεκοντάρω.2. μτφ. εγκωμιάζω, λιβανίζω, θυμιατίζω, κολακεύω. -
51 подхалимничать
ρ.δ. φέρνομαι σαν κόλακας; κολακεύω. -
52 пресмыкаться
ρ.δ.1. παλ. έρπω•змеи -ются τα φίδια έρπουν.
2. μτφ. παλ. ζω ελεεινά, φυτοζωώ, ζω στη μιζέρια.3. μτφ. κολακεύω εξευτελιστικά•пресмыкаться перед сильными έρπω μπροστά στους ισχυρούς.
-
53 прислуживать
-
54 угодничать
ρ.δ. κολακεύω, γαλιφίζω, καλοπιάνω. -
55 уж
уж 1-а α.αν ιοβόλο φίδι (δεντρογαλιά, υδρόβια φίδια κλπ.).εκφρ.ползти, извивать(ся) -ом – κολακεύω χαμερπώς, έρπω.уж 21. επίρ. βλ. уже.2. μόριο, επιτακτ. μα, αμ, αμέ•уж если делать, то надо делать хорошо μα αν κάνεις (κάτι), να το κάνεις καλά.
|| (και) να, ιδού. -
56 улестить
улещу, улестишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улещённый-щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.(απλ.) κολακεύω, καλοπαίρνω,καλοπιάνω. -
57 умаслить
-лю, -лишьρ.σ.μ.1. τρίβω με λάδι, λίπος.(απλ.) αλείφω με πολύ λάδι.2. μτφ. καλοπιάνω, καλοπαίρνω, κολακεύω• παίρνω με το μέρος μου.1. τρίβομαι με λάδι.(απλ.) αλείφομαι με λάδι.2. (για μάτια) λάμπω (από χαρά, ικανοποίηση). -
58 фимиам
-а α.1. θυμίαμα.2. έπαινος κολακευτικός.εκφρ.курить (воскурить, жечь) фимиам – λιβανίζω, θυμιατίζω (κολακεύω). -
59 финтить
-нчу, -чтишьρ.δ.1. κάνω πονηριές, πανουργεύομαι, τεχνάζομαι.2. κολακεύω, γαλιφίζω, καλοπιάνω.3. (απλ.) διασκεδάζω, γλεντώ, το ρίχνω έξω. -
60 холуйствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. δου-λοφρονώ, δουλοφέρνομαι• κολακεύω δουλικά.
См. также в других словарях:
κολακεύω — to be a flatterer pres subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύω — κολακεύω, κολάκεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β … Dictionary of Greek
κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακεύετε — κολακεύω to be a flatterer pres imperat act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer pres ind act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσει — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg (epic) κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσουσι — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd pl (epic) κολακεύω to be a flatterer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσω — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 1st sg κολακεύω to be a flatterer aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσῃ — κολακεύω to be a flatterer aor subj mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύῃ — κολακεύω to be a flatterer pres subj mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκολακευκότα — κολακεύω to be a flatterer perf part act neut nom/voc/acc pl κολακεύω to be a flatterer perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)