-
1 κολακευω
1) льстить, быть льстецом Plat., Arph.2) льстить, заискивать, окружать лестью(τινά Xen.; πόλιν Plat.)
-
2 κολακεύω
μετ.1) льстить (кому-л.); заискивать, угодничать, подхалимничать (перед кем-л.); 2) делать честь (кому-л.);η φιλία σας με κολακεύει — ваша дружба делает мне честь;
3) красить, украшать, делать красивым;τό φόρεμα την κολακεύεν — одежда её красит;
κολακεύομαι — льстить себя надеждой;
κολακεύομαι να πιστεύω ότι... — хочется верить, что...
-
3 κολακεύω
(с вин. п.) льщу кому -
4 κολακεύω
[колакево] р. льстить.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κολακεύω
-
5 κολακεύω
[колакево] ρ льстить. -
6 αντικολακευω
-
7 προκολακευω
-
8 υπερκολακευω
-
9 υποκολακευω
льстить
См. также в других словарях:
κολακεύω — to be a flatterer pres subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύω — κολακεύω, κολάκεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β … Dictionary of Greek
κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακεύετε — κολακεύω to be a flatterer pres imperat act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer pres ind act 2nd pl κολακεύω to be a flatterer imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσει — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg (epic) κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσουσι — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd pl (epic) κολακεύω to be a flatterer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολακεύω to be a flatterer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσω — κολακεύω to be a flatterer aor subj act 1st sg κολακεύω to be a flatterer fut ind act 1st sg κολακεύω to be a flatterer aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύσῃ — κολακεύω to be a flatterer aor subj mid 2nd sg κολακεύω to be a flatterer aor subj act 3rd sg κολακεύω to be a flatterer fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεύῃ — κολακεύω to be a flatterer pres subj mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres ind mp 2nd sg κολακεύω to be a flatterer pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκολακευκότα — κολακεύω to be a flatterer perf part act neut nom/voc/acc pl κολακεύω to be a flatterer perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)