-
1 κοκκοθραύστης
A grosbeak, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοκκοθραύστης
См. также в других словарях:
τρικυμιοθραύστης — ὁ, Μ αυτός πάνω στον οποίο σπάζουν τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία + θραύστης (< θραύω), πρβλ. κοκκο θραύστης] … Dictionary of Greek