Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κοκκινίζω

  • 1 κοκκινίζω

    1. μετ.
    1) красить в красный цвет; 2) подрумянивать, поджаривать;

    § κοκκινίζω τό σίδερο — раскалять железо;

    2. αμετ.
    1) краснеть, алеть; окрашиваться в красный цвет; 2) краснеться; 3) перен. краснеть; покрываться румянцем; смущаться; 4) подрумяниваться, поджариваться (о мясе); 5) краснеть, созревать (о плодах); 6) перен. становиться красным, проникаться коммунистическими идеями

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοκκινίζω

  • 2 ντροπή

    η
    1) стыд, срам, позор;

    τί ντροπή! — какой позор!;

    είναι ντροπή και αίσχος — стыд и срам;

    είναι ντροπή να... — стыдно...;

    2) стыд, смущение, стеснение;

    άνθρωπος χωρίς ντροπή — человек без стыда;

    δεν έχω ντροπή — или χάνω τη ντροπή — потерять стыд;

    (κατα)κοκκινίζω από (την) ντροπή (μου) — сгорать от стыда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ντροπή

См. также в других словарях:

  • κοκκινίζω — κοκκινίζω, κοκκίνισα, κοκκινισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοκκινίζω — (AM κοκκινίζω) [κόκκινος] παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό») νεοελλ. (στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίζω — κοκκίνισα, κοκκινισμένος 1. βάφω κάτι κόκκινο: Το αίμα κοκκίνισε την άσφαλτο. 2. γίνομαι κόκκινος, ντρέπομαι: Κοκκίνισε από την ντροπή του. 3. ωριμάζω: Οι ντομάτες άρχισαν να κοκκινίζουν. 4. τσιγαρίζω: Κοκκινίζω το κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκινίσει — κοκκινίζω to be scarlet aor subj act 3rd sg (epic) κοκκινίζω to be scarlet fut ind mid 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναψοκοκκινίζω — κοκκινίζω από έξαψη, εξάπτομαι και κοκκινίζω …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίζει — κοκκινίζω to be scarlet pres ind mp 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινίζουσιν — κοκκινίζω to be scarlet pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινίζουσαι — κοκκινίζω to be scarlet pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίνισον — κοκκινίζω to be scarlet aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκοκκίνισαν — κοκκινίζω to be scarlet aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»