-
1 flush
κοκκινίζω -
2 закраснеть
ρ.σ. κοκκινίζω, ερυθριώ. || αρχίζω να κοκκινίζω.κοκκινίζω, ερυθριώ. || αρχίζω να κοκκινίζω. -
3 подрумянить
ρ.σ.μ.1. κοκκινίζω λίγο.2. ερυ-θροβάφω, βάφω κόκκινο•подрумянить щки βάφω τα μάγουλα κόκκινα.
3. καλοψήνω, κοκκινίζω•подрумянить булки κοκκινίζω τις φραντζόλες.
γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω, ερυθριώ. -
4 румянить
-ню, -нишьρ.δ.μ.1. κοκκινίζω•румянить мороз -ит щки η παγωνιά κοκκινίζει τα μάγουλα.
2. βάζω κοκκινάδι, βάφω•румянить себе щки βάφω τα μαγουλά μου•
заря -ит небо η αυγή ροδίζει τον ουρανό.
1. κοκκινίζω•лицо -лось το πρόσωπο κοκκίνισε•
румянить от застенчивости κοκκινίζω από ντροπή.
2. βάφομαι, βάζω κοκκινάδι.3. ροδίζω•небо -ится ο ουρανός ροδίζει.
4. (για φαγητό) κοκκινίζω (καλοψήνομαι). -
5 краснеть
ρ.δ. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος, ερυθριώ•ягоды -ют οι καρποί κοκκινίζουν•
краснеть от стыда κοκκινίζω από ντροπή•
от холода κοκκινίζω από το κρύο•
уши -ют τα αυτιά κοκκινίζουν.
εκφρ.краснеть до корней волос ή до ушей – γίνομαι κατακόκκινος.βλ. краснеть. || φαίνομαι κόκκινος. -
6 краснеть
-
7 вспыхивать
вспыхиватьнесов, вспыхнуть сов1. ἀνάβω, ἀνάπτω (об огне)/ ἀναφλέγομαι, παίρνω φωτιά (о соломе, дереве и т. п.)/ ἀνάβω ξαφνικά, ξεσπάω, ἐκρήγνυμαι (о пожаре)·2. перен (о войне, забастовке, эпидемии и т. п.) ξεσπάνω, ξεσπώ, ἐκρη-γνύομαι, ἐκρήγνυμαι, ἀνάβω·3. (краснеть) κοκκινίζω, ἐρυθριώ:\вспыхивать от радости κοκκινίζω ἀπό χαρά. -
8 зардеть(ся)
зардеть(ся)сов γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω, ἐρυθριῶ:зардеться от стыда́ κοκκινίζω ἀπό ντροπή. -
9 багроветь
-ею, -еешь, ρ.δ.γίνομαι βαθυκόκκινος, κοκκινίζω, ερυθριώ• πορφυρώ•небо -еет Ο ουρανός ροδίζει, γίνεται ροδόχρους•
-от гнева κοκκινίζω•
ало το θυμό.
-
10 заалеть
-еет ρ.σ,1. κοκκινίζω•щеки мальчика -ли τα μάγουλα του παιδιού κοκκίνισαν.
2. αρχίζω να κοκκινίζω.βλ. ρ. ενεργ.φ. -
11 зардеть
-ею, -еешьρ.σ. κοκκινίζω, ερυθριώ, πορφυρίζω, φαίνομαι κόκκινος. || κοκκινίζω (από ντροπή, θυμό).βλ. ρ. ενεργ. φ. -
12 зарумянить
ρ.σ.μ. κοκκινίζω•мороз -ил щеки η παγωνιά κοκκίνισε τα μάγουλα.
|| ψήνω, τηγανίζω, καβουρδίζω (μέχρι, να κοκκινίσει.).1. κοκκινίζω•она -лась от стыда αυτή κοκκίνησε από ντροπή•
вышня -лась η βυσσινιά κοκκίνησε.
2. ψήνομαι, τηγανίζομαι, καβουρδίζομαι μέχρι κοκκίνισμα•пирог -лся η πίτα κοκκίνησε.
-
13 обагрить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обагрённый, βρ: -рён, -рена, -реноρ.σ.μ.(γραπ. λόγος) κοκκινοβάφω, κοκκινίζω, ερυθρώ. || αιματοβάφω, αιματοκυλίζω.εκφρ.руки кровью ή в крови – βάφω τα χέρια με (στο) αίμα.βάφομαι κόκκινος, κοκκινίζω. || (με τη λέξη «кровью») αιματοβάφομαι, αιματοκυλίζομαι. -
14 окрасить
-йшу, -асишь, παθ. μτχ! παρλθ. χρ. окрашенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάφω χρωματίζω, μπογιατίζω•окрасить ткань βάφω ύφασμα•
окрасить дверь χρωματίζω την πόρτα•
окрасить в жлтый цвет βάφω κίτρινο χρώμα.
|| για ηλιακές ακτίνες, φωτιά κ.τ.τ.) κοκκινίζω.2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερη έκφραση, διανθίζω.1. βάφομαι χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι.2. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος. -
15 распылаться
ρ.σ.1. καίω δυνατά• ανάβω καλά•костр -лся η φωτιά άναψε καλά.
2. μτφ. κοκκινίζω, ερυθριώ•щёки -лись τα μάγουλα κοκκίνισαν•
распылаться гневом κοκκινίζω από το θυμό•
вечернее нбо -лось ο ουρανός μετά το ηλιοβασίλεμα κοκκίνισε.
-
16 рдеть
рдеетρ.δ. κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος•плоды -ют на солнце οι καρποί κοκκινίζουν στον ήλιο•
-ют знамна κοκκινίζουν οι σημαίες.
κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος•,лись кисти винограда κοκκίνιζαν τα τσαμπιά των σταφυλιών. -
17 алеть
алетьнесов κοκκινίζω, ἐρυθριώ. -
18 докрасна
докраснанареч:раскаленный \докрасна (πε)πυρακτωμένος· накалить железо \докрасна πυρακτώνω, πυρακτω, κοκκινίζω τό σίδερο. -
19 заалеть
заалетьсов1. (о лице, щеках) κοκκινίζω, ἐρυθριῶ·2. см. алеть. -
20 зарумяниваться
зарумяниватьсянесов, зарумяниться сов1. (покрываться румянцем) κοκκινίζω·2. (поджариваться) καβουρδίζομαι, τηγανίζομαι.
См. также в других словарях:
κοκκινίζω — κοκκινίζω, κοκκίνισα, κοκκινισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοκκινίζω — (AM κοκκινίζω) [κόκκινος] παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό») νεοελλ. (στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
κοκκινίζω — κοκκίνισα, κοκκινισμένος 1. βάφω κάτι κόκκινο: Το αίμα κοκκίνισε την άσφαλτο. 2. γίνομαι κόκκινος, ντρέπομαι: Κοκκίνισε από την ντροπή του. 3. ωριμάζω: Οι ντομάτες άρχισαν να κοκκινίζουν. 4. τσιγαρίζω: Κοκκινίζω το κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκκινίσει — κοκκινίζω to be scarlet aor subj act 3rd sg (epic) κοκκινίζω to be scarlet fut ind mid 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναψοκοκκινίζω — κοκκινίζω από έξαψη, εξάπτομαι και κοκκινίζω … Dictionary of Greek
κοκκινίζει — κοκκινίζω to be scarlet pres ind mp 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκινίζουσιν — κοκκινίζω to be scarlet pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκινίζουσαι — κοκκινίζω to be scarlet pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκίνισον — κοκκινίζω to be scarlet aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκοκκίνισαν — κοκκινίζω to be scarlet aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» … Dictionary of Greek