Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κοκκίς

См. также в других словарях:

  • κοκκίς — κοκκίς, ίδος, ή (AM) [κόκκος] μσν. (για τα σύκα) κεγχραμίς* αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «αἴγειρος» 2. στον πληθ. αἱ κοκκίδες κόκκινες εμβάδες, κόκκινες παντόφλες …   Dictionary of Greek

  • κοκκίδα — κοκκίς scarlet slippers fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίδες — κοκκίς scarlet slippers fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίν — κοκκίς scarlet slippers fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»