-
1 κοιτάζω
A put to bed, Hsch.; esp. of cattle, fold,ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα LXX Je.40(33).12
; cause to rest, ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ -άζεις ἐν μεσημβρίᾳ; ib.Ca.1.7.2 [voice] Med., [dialect] Dor. [tense] aor. ἐκοιταξάμην, go to bed, sleep,ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pi.O.13.76
, cf. LXX De.6.7.b encamp, bivouac, Aen. Tact.10.26 ([voice] Pass.), Plb.10.15.9, POxy.1465.9(i B.C.); perh. to be read in Eup.341.II intr., in [voice] Act., have a lair, of a lion, Aesop.114: nest, of birds, BGU1252.11 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτάζω
-
2 κοιτάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτάριον
-
3 κοιτάριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτάριος
-
4 κοιτασία
κοιτ-ᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτασία
-
5 κοιτασμός
κοιτ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτασμός
-
6 κοιταστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιταστέον
-
7 κοιτατήριον
κοιτ-ᾱτήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτατήριον
-
8 κοιταῖος
A abed, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ to pass the night in the country, Decr. ap. D.18.37; but τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κ. encamp, Plb.3.61.10;κ. ἔρχεσθαι Id.Fr. 177
.2 τὰκ. ἐπισπένδειν take a last cup, 'night-cap', Hld.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιταῖος
-
9 κοίτη
A = κοῖτος 1, once in Hom., Od.19.341 (v.l. οἴκῳ); bedstead, IG12.330.16, al., Wilcken Chr.244.3 (iii B.C.), etc.; esp. marriage-bed, A.Supp. 804 (lyr.), S.Tr.17;οὐ γὰρ ἐκ μιᾶς κ. ἔβλαστον Id.Fr. 546
;τᾶς ἀπλήστου κ. ἔρος E.Med. 152
(lyr.), etc.; ἀνάνδρου κοίτας λέκτρον ib. 436 (lyr.); also πετρίνη κοίτη, of a cave, S.Ph. 160 (anap.); τειρομέναν νοσερᾷ κ. on a sick- bed, E.Hipp. 132 (lyr.); κοίταν δ' ἔχει νέρθεν, of one dead, S.OC 1706 (lyr.);κ. σκληρά Pl.Lg. 942d
, Aret.CA1.1: pl.,ἔννυχοι κ. Pi.P.11.25
;νυμφίδιοι κ. E. Alc. 249
(lyr.): metaph., of the sea,ἐν μεσημβριναῖς κοίταις.. εὕδοι πεσών A.Ag. 566
; of the bed of a river, Procop.Aed.5.5, Phlp.in Ph. 586.21, Lyd.Mens.4.10.2 lair of a wild beast, nest of a bird, etc., E. Ion 155 (lyr.);χελιδόνων Aët.16.15
; κ. ποιεῖσθαι, of the spider, Arist.HA 623a12; of the fish ἐξώκοιτος, Thphr.Fr.171.1.4 pen, fold for cattle, PLips.118.15 (ii A.D.).II act of going to bed, τῆς κοίτης ὥρη bed-time, Hdt.1.10, 5.20; τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι to entertain 'at bed and board', ibid.; τὴν σκηνὴν εἰς κ. διέλυον for going to bed, X.Cyr.2.3.1 (but κεῖσθαι κοίταν to lie still in death, A.Ag. 1494 (lyr.)).IV of sexual connexion,κ. διδόναι LXX Nu.5.20
, cf. Le.18.20; κ. σπέρματος ib.15.16; κ. ἔχειν ἐκ .. to become pregnant by a man, Ep.Rom.9.10; in bad sense, lasciviousness, ib. 13.13 (pl.).V parcel, lot of land, PAmh.2.88.9 (ii A.D.), PRyl. 168.9 (ii A.D.).VI chest, case, or basket, Pherecr.122, Eup.76, IG 22.120.37,40, Men.129.2, PPetr.2p.10 (iii B.C., unless in signf. 1.3), Luc.Ep.Sat.21;αἱ μυστικαὶ κ. Plu.Phoc.28
. -
10 κοιτίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτίδιον
-
11 κοιτίς
См. также в других словарях:
Koje, die — Die Koje, plur. die n, in den gemeinen Mundarten, besonders Niedersachsens. 1) Eine mit Bretern umschlossene Schlafstelle der Bauern auf dem Lande; Holländ. Kooy. 2) Besonders auf den Schiffen, eine kleine Kammer von Bretern, im Hintertheile des… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
εξώκοιτος — ο (AM ἐξώκοιτος) ονομασία ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη θάλασσα (όπως το χελιδονόψαρο και το καπόνι) μσν. νεοελλ. (για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + κοίτ η (< κείμαι) με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας] … Dictionary of Greek
θερμοκοιτίδα — Συσκευή ικανή να διατηρεί σε ιδεώδες περιβάλλον τα πρόωρα νεογνά ή γενικά τα νεογνά που πρέπει να προφυλαχθούν ιδιαίτερα από τις μολύνσεις και τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μικρούς θαλάμους με διαφανή τοιχώματα,… … Dictionary of Greek
κελλάρι — και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι) αποθήκη τροφίμων ή κρασιού μσν. δωμάτιο αρχ. αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).… … Dictionary of Greek
κλαυθμών — ο (AM κλαυθμών, ῶνος) τόπος όπου κλαίνε, τόπος θρήνου και κλάματος («καὶ παρέσῃ αὐτοῑς πλησίον τοῡ κλαυθμῶνος», ΠΔ) νεοελλ. φρ. 1. «πλατεία Κλαυθμώνος» κεντρική πλατεία τής Αθήνας 2. «κοιλάδα τού κλαυθμώνος» η κόλαση μσν. κλάμα, θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κοχλίς — κοχλίς, ίδος, ἡ (Α) 1. μικρός κοχλίας, σαλιγκαράκι 2. πολύτιμος λίθος τής Αραβίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ις (πρβλ. ακατ ίς, κοιτ ίς)] … Dictionary of Greek
οψών — ὀψών, ῶνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) καλάθι για την τοποθέτηση όψων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή» + επίθημα ών (πρβλ. κοιτ ών)] … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
τραχών — ῶνος, ὁ, Α τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. κοιτ ών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων] … Dictionary of Greek
χαράκων — ῶνος, ὁ, Α πιθ. αμπέλι με χάρακες, με πασσάλους υποστήριξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακῶ, ώνω + επίθημα –ών (πρβλ. κοιτ ών)] … Dictionary of Greek