Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κοιτ-ίς

См. также в других словарях:

  • Koje, die — Die Koje, plur. die n, in den gemeinen Mundarten, besonders Niedersachsens. 1) Eine mit Bretern umschlossene Schlafstelle der Bauern auf dem Lande; Holländ. Kooy. 2) Besonders auf den Schiffen, eine kleine Kammer von Bretern, im Hintertheile des… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • εξώκοιτος — ο (AM ἐξώκοιτος) ονομασία ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη θάλασσα (όπως το χελιδονόψαρο και το καπόνι) μσν. νεοελλ. (για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + κοίτ η (< κείμαι) με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας] …   Dictionary of Greek

  • θερμοκοιτίδα — Συσκευή ικανή να διατηρεί σε ιδεώδες περιβάλλον τα πρόωρα νεογνά ή γενικά τα νεογνά που πρέπει να προφυλαχθούν ιδιαίτερα από τις μολύνσεις και τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μικρούς θαλάμους με διαφανή τοιχώματα,… …   Dictionary of Greek

  • κελλάρι — και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι) αποθήκη τροφίμων ή κρασιού μσν. δωμάτιο αρχ. αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).… …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμών — ο (AM κλαυθμών, ῶνος) τόπος όπου κλαίνε, τόπος θρήνου και κλάματος («καὶ παρέσῃ αὐτοῑς πλησίον τοῡ κλαυθμῶνος», ΠΔ) νεοελλ. φρ. 1. «πλατεία Κλαυθμώνος» κεντρική πλατεία τής Αθήνας 2. «κοιλάδα τού κλαυθμώνος» η κόλαση μσν. κλάμα, θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κοχλίς — κοχλίς, ίδος, ἡ (Α) 1. μικρός κοχλίας, σαλιγκαράκι 2. πολύτιμος λίθος τής Αραβίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ις (πρβλ. ακατ ίς, κοιτ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • οψών — ὀψών, ῶνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) καλάθι για την τοποθέτηση όψων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή» + επίθημα ών (πρβλ. κοιτ ών)] …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • τραχών — ῶνος, ὁ, Α τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. κοιτ ών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων] …   Dictionary of Greek

  • χαράκων — ῶνος, ὁ, Α πιθ. αμπέλι με χάρακες, με πασσάλους υποστήριξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακῶ, ώνω + επίθημα –ών (πρβλ. κοιτ ών)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»