-
1 κοιρανικοίς
-
2 κοιρανικοῖς
См. также в других словарях:
κοιρανικοῖς — κοιρανικός royal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κοιρανικοίς
2 κοιρανικοῖς
κοιρανικοῖς — κοιρανικός royal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)