-
1 κοινοβουλευτικός
A deliberative, Hippod. ap. Stob.4.1.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοβουλευτικός
-
2 κοινοβουλέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοβουλέω
-
3 κοινοβούλης
A = σύνεδρος, in pl., Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοβούλης
-
4 κοινοβουλία
κοινοβουλ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοβουλία
-
5 κοινοβούλιον
κοινοβούλ-ιον, τό,A common council, Plb.28.19.1, Str.8.7.3, OGI490.12 (Apamea, ii A.D.), 568.11 (Tlos, iii A.D.), etc.; place of assembly, App.BC1.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοβούλιον
-
6 κοινόβουλος
κοινόβουλ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινόβουλος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский