-
1 κοινωφελών
-
2 κοινωφελῶν
См. также в других словарях:
κοινωφελῶν — κοινωφελής of common utility masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
προμηθευτής — ο, θηλ. προμηθεύτρια και προμηθεύτρα, Ν 1. αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον με κάτι («προμηθευτής τής βασιλικής αυλής» τιμητικός τίτλος που απονεμόταν στους καταστηματάρχες από τους οποίους λάμβαναν προμήθειες οι υπηρεσίες τών… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Μουμπάρακ — (1821 – 1893).Αιγύπτιος εκπαιδευτικός και δημόσιος λειτουργός, από τους πρωτεργάτες της αιγυπτιακής αναγέννησης. Σπούδασε σε διάφορα αιγυπτιακά σχολεία και αργότερα στο Παρίσι. Γυρίζοντας στην Αίγυπτο ίδρυσε σχολές, δημοσίευσε σχολικά βιβλία,… … Dictionary of Greek
Ανδρεάδης, Στρατής — (Βροντάδες, Χίος 1905 – 1984). Νομικός, τραπεζίτης, εφοπλιστής και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Άρχισε την… … Dictionary of Greek
Βεργίτση, Ευγενία — (Ρέθυμνο Κρήτης 1643 – 1715). Πρώτη στην ιεραρχία του χαρεμιού, ευνοούμενη του Οθωμανού σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ και βαλιδέ σουλτάνα, δηλαδή βασιλομήτωρ. Αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους σε ηλικία 3 ετών, κατά την κατάληψη του Ρεθύμνου, και κλείστηκε… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek