Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοινωφελῆ

  • 1 κοινωφελή

    κοινωφελής
    of common utility: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    κοινωφελής
    of common utility: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    κοινωφελής
    of common utility: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > κοινωφελή

  • 2 κοινωφελῆ

    κοινωφελής
    of common utility: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    κοινωφελής
    of common utility: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    κοινωφελής
    of common utility: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > κοινωφελῆ

  • 3 παρρησία

    παρρησία, ας, ἡ (πᾶς, ῥῆσις; Eur., Pla.+; Stob., Flor. III 13 p. 453 H. [a collection of sayings περὶ παρρησίας]; ins, pap, LXX; TestReub 4:2; JosAs 23:10 cod. A [Bat. p. 75, 2] and Pal. 364; EpArist, Philo, Joseph.; Ath. 11, 2; loanw. in rabb.—On the spelling s. B-D-F §11, 1; Mlt-H. 101; s. also Schwyzer I 469).
    a use of speech that conceals nothing and passes over nothing, outspokenness, frankness, plainness (Demosth. 6, 31 τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποκρύψομαι; Diod S 4, 74, 2; 12, 63, 2; Pr 1:20; a slave does not have such a privilege: Eur., Phoen. 390–92) παρρησίᾳ plainly, openly (EpArist 125) Mk 8:32; J 7:13; 10:24; 11:14; 16:25 (opp. ἐν παροιμίαις.—On the subject matter cp. Artem. 4, 71 οἱ θεοὶ πάντως μὲν ἀληθῆ λέγουσιν, ἀλλὰ ποτὲ μὲν ἁπλῶς λέγουσι, ποτὲ δὲ αἰνίσσονται=the gods always speak the truth, but sometimes directly, sometimes indirectly), 29 v.l. (opp. παροιμία); Dg 11:2. Also ἐν παρρησίᾳ J 16:29. μετὰ παρρησίας (s. Demosth. above; Ael. Aristid. 30 p. 571 D.; Appian, Bell. Civ. 3, §15 λέγω μετὰ π.; 3 Macc 4:1; 7:12; JosAs 23:10 [s. above]; Philo; Jos., Ant 6, 256) plainly, confidently Ac 2:29; μετὰ παρρησίας ἄκουε MPol 10:1. This is also the place for πολλῇ παρρησίᾳ χρώμεθα (opp. Moses’ veiling of his face) 2 Cor 3:12 (παρρησίᾳ χράομαι as Appian, Maced. 11 §3; Cass. Dio 62, 13; Philo, De Jos. 107; Jos., Ant. 2, 116).—RPope, ET 21, 1910, 236–38; HWindisch, exc. on 2 Cor 3:12.
    ‘Openness’ somet. develops into openness to the public, before whom speaking and actions take place (Philo, Spec. Leg. 1, 321 τοῖς τὰ κοινωφελῆ δρῶσιν ἔστω παρρησία) παρρησίᾳ in public, publicly J 7:26; 11:54; 18:20. δειγματίζειν ἐν παρρησίᾳ make a public example of Col 2:15. ἐν παρρησίᾳ εἶναι to be known publicly J 7:4 (opp. ἐν κρυπτῷ). This is prob. also the place for παρρησίᾳ Ac 14:19 v.l. and μετὰ πάσης παρρησίας ἀκωλύτως quite openly and unhindered 28:31. Also ἐν πάσῃ παρρησίᾳ Phil 1:20. This is prob. the place also for 2 Cor 7:4 (but sense 3 is preferred by some): I am speaking to you with great frankness (REB; i.e. without weighing every word).
    a state of boldness and confidence, courage, confidence, boldness, fearlessness, esp. in the presence of persons of high rank.
    in association with humans (Socrat., Ep. 1, 12; Cass. Dio 62, 13; EpArist 125 παρρησίᾳ; Philo, De Jos. 107; 222, Rer. Div. Her. 5f; Jos., Ant. 9, 226; 15, 37; TestReub 4:2f. Cp. also OGI 323, 10; POxy 1100, 15; PGM 12, 187; OEger, Rechtsgeschichtliches zum NT: Rektoratsprogr. Basel 1919, 41f) Ac 4:13. Some would put πολλή μοι παρρησία πρὸς ὑμᾶς (sc. ἐστίν and cp. Diod S 14, 65, 4 πρὸς τύραννον π.) 2 Cor 7:4 here, but the context appears to favor 2 above. πολλὴν παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι Phlm 8 (π. ἔχω as Dio Chrys. 26 [43], 7). ἐν παρρησίᾳ fearlessly Eph 6:19 (DSmolders, L’audace de l’apôtre: Collectanea Mechlinensia 43, ’58, 16–30; 117–33; RWild, CBQ 46, ’84, 284–98; the verb w. ἅλυσις vs. 20, cp. Paul’s situation Ac 28:30f). μετὰ παρρησίας (Aristoxenus, Fgm. 32; Appian, Bell. Civ. 5, 42 §178; Jos., Ant. 6, 256; Ps.-Clem., Hom. 1, 11; 5, 18; μετὰ π. καὶ οὐ κρύβδην Orig., C. Cels. 3, 57, 20) Ac 2:29 (cp. Chion 16, 7 H. ἀνέξῃ γὰρ μετὰ παρρησίας μοῦ λέγοντος); 4:31; 1 Cl 34:1. μετὰ παρρησίας πάσης (Jos., Ant. 16, 379) Ac 4:29; 6:10 D; 16:4 D.
    in relation to God (Job 27:10; Philo, Rer. Div. Her. 5–7; Jos., Ant. 5, 38) w. προσαγωγή Eph 3:12. Here joyousness, confidence is the result or the accompaniment of faith, as 1 Ti 3:13; Hb 10:35. W. καύχημα 3:6; 1 Cl 34:5. παρρησίαν ἔχειν πρὸς τὸν θεόν (Jos., Ant. 2, 52) 1J 3:21; cp. 5:14. μετὰ παρρησίας with joyful heart Hb 4:16; 2 Cl 15:3. ἀλήθεια ἐν παρρησίᾳ 1 Cl 35:2. ἔχοντες παρρησίαν εἰς τὴν εἴσοδον τῶν ἁγίων since we have confidence to enter the sanctuary Hb 10:19.—W. expressly forensic and eschatological coloring (as Wsd 5:1) παρρησίαν ἔχειν 1J 2:28 (opp. αἰσχύνεσθαι); 4:17.—EPeterson, Z. Bedeutungsgesch. v. π.: RSeeberg Festschr. I 1929, 283–97; WvUnnik, The Christian’s Freedom of Speech: BJRL ’62, 466–88; HCombrink, Parresia in Handelinge: GereformTT ’75, 56–63; WBeilner, ΠΑΡΡΗΣΙΑ ’79 (lit.); SMarrow, CBQ 44, ’82, 431–46; PMiguel, Parrhēsia: Dictionnaire de spiritualité 12, ’83, 260–67; also articles by DFredrickson, SWinter, AMitchell, WKlassen, in Friendship, Flattery, and Frankness of Speech ’96, 163–254; RAC VII 839–77.—DELG s.v. 2 εἴρω. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παρρησία

См. также в других словарях:

  • κοινωφελῆ — κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοινωφελής of common utility masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοινωφελής of common utility masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας …   Dictionary of Greek

  • σινάς — Επώνυμο Ελλήνων πατριωτών και μεγαλεμπόρων. 1. Σίμων. Ιδρυτής μεγάλου εμπορικού και τραπεζικού οίκου της Βιέννης (1753 1822). Καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου και, ύστερα από σύντομη παραμονή στη Νύσσα, εγκαταστάθηκε τελικά στη Βιέννη,… …   Dictionary of Greek

  • Αβέρωφ, Γεώργιος — (Μέτσοβο 1818 – Αλεξάνδρεια 1899). Επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης. Είκοσι δύο ετών έφυγε από τη γενέτειρά του και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο, απέκτησε κολοσσιαία περιουσία και διέθεσε τεράστια ποσά για… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • обьщепользьѥ — ОБЬЩЕПОЛЬЗЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Общая польза, польза для всех: и другъ къ друзѣ по образу движющесѧ. опщеполезье [так!] требовани˫а сносѧща. не встающе другъ на другъ. нъ пребывающе тако ˫ако же отъ б҃а призванъ ктождо. (τὴν κοινωφελῆ χρείαν) ФСт XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

  • εσπερίδα — η (AM ἑσπερίς, ίδος) [εσπέρα] νεοελλ. 1. φιλική βραδινή συγκέντρωση 2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό 3. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών 4. στον πληθ. οι εσπερίδες οικογένεια λεπιδόπτερων… …   Dictionary of Greek

  • κληροδότημα — Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ… …   Dictionary of Greek

  • κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»