-
1 κοινωνικός
A held in common, τὰ κ. property held by corporations, D.14.16, cf. BCH50.16 (Delph., iv B.C., prob.);κ. ἐλαιών BGU1037.14
(i A.D.), cf. PGiss.30.7 (ii A.D.).c κοινωνικά, τά, tax on corporations, PTeb.5.59 (ii B.C.), 100.10 (ii B.C.).2 social, ἰσότης κοινωνική [ἡ δικαιοσύνη] Pl.Def. 411e;κ. ἀρετή Arist.Pol. 1283a38
; [ φιλίαι] Id.EN 1161b14.3 sociable,κ. καὶ φιλικὴ διάθεσις Plb.2.44.1
, cf. Plu.2.43d;φύσει ἐσμὲν κ. Epicur. Fr. 525
, cf. Arr.Epict.3.13.5: [comp] Sup., H.; τὸ -κόν sociability, J.BJ2.8.3.b of certain signs of the zodiac, Cat.Cod.Astr.1.166.4 giving a share of,τῶν ὄντων Luc.Tim.56
: abs., κ. ὁ Ἑρμῆς ready to share luck with others, prov. in Arist.Rh. 1401a20; liberal, 1 Ep.Ti.6.18, Ptol.Tetr.69; opp. φθονερός, Gal.4.817.5 c. dat., in communion with,τῇ ἐκκλησίᾳ Just. Nov.8
Jusj.II [voice] Act., receptive, sharing in,φωτός Str.17.1.36
.III Adv. -κῶς, χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι to suffer others to partake in one's good fortune, Plb.18.48.7;κ. βιῶναι D.S.5.9
;ζῆν κ. καὶ φιλικῶς Plu. 2.1108c
, etc.2 Medic., by sympathy, κ. σπᾶσθαι prob. in Aët.3.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνικός
См. также в других словарях:
κοινωνισμός — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινων ισμός (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ισμός ως απόδοση τού γαλλ. social isme) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, κομμουν ισμός). Η λ.… … Dictionary of Greek
κοινωνιστής — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινωνιστής (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ιστής ως απόδοση τού γαλλ. social iste) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ιστής, πρβλ. μαρξ ιστής, υπαρξ ιστής] … Dictionary of Greek
φατικός — ή, ό / φατικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. φρ. «φατική επικοινωνία» (κοινων.) διαδικασία επικοινωνίας, κατά την οποία μεταδίδονται, με τη χρήση ενός κοινού κώδικα για τον πομπό και τον δέκτη, καταστάσεις συναισθημάτων που χρησιμεύουν για τη δημιουργία… … Dictionary of Greek
μητρικός — ή, ό (ΑΜ μητρικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα») νεοελλ. 1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα τού έθνους του β) «μητρική… … Dictionary of Greek
πειραματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα, αυτός που γίνεται ή ενεργεί με πειράματα, δοκιμαστικός 2. φρ. α) «πειραματικές επιστήμες» οι επιστήμες που χρησιμοποιούν κυρίως το πείραμα για να αποδείξουν τις υποθέσεις ή τους νόμους τους ή για … Dictionary of Greek