Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοινοτέρᾳ

  • 1 κοινοτέρα

    κοινοτέρᾱ, κοινός
    common: fem nom /voc /acc comp dual
    κοινοτέρᾱ, κοινός
    common: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)
    κοινοτέρᾱ, κοινός
    common: fem nom /voc /acc comp dual
    κοινοτέρᾱ, κοινός
    common: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)
    ——————
    κοινοτέρᾱͅ, κοινός
    common: fem dat comp sg (attic doric aeolic)
    κοινοτέρᾱͅ, κοινός
    common: fem dat comp sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κοινοτέρα

  • 2 κοινοτέρᾳ

    Morphologia Graeca > κοινοτέρᾳ

  • 3 κοινότερα

    κοινός
    common: neut nom /voc /acc comp pl
    κοινός
    common: neut nom /voc /acc comp pl

    Morphologia Graeca > κοινότερα

  • 4 κοινοτέρας

    κοινοτέρᾱς, κοινός
    common: fem acc comp pl
    κοινοτέρᾱς, κοινός
    common: fem gen comp sg (attic doric aeolic)
    κοινοτέρᾱς, κοινός
    common: fem acc comp pl
    κοινοτέρᾱς, κοινός
    common: fem gen comp sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κοινοτέρας

  • 5 κοινοτέραν

    κοινοτέρᾱν, κοινός
    common: fem acc comp sg (attic doric aeolic)
    κοινοτέρᾱν, κοινός
    common: fem acc comp sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κοινοτέραν

  • 6 κοινοτέραις

    κοινός
    common: fem dat comp pl
    κοινοτέρᾱͅς, κοινός
    common: fem dat comp pl (attic)
    κοινός
    common: fem dat comp pl
    κοινοτέρᾱͅς, κοινός
    common: fem dat comp pl (attic)

    Morphologia Graeca > κοινοτέραις

См. также в других словарях:

  • κοινοτέρα — κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc/acc comp dual κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc/acc comp dual κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέρᾳ — κοινοτέρᾱͅ , κοινός common fem dat comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱͅ , κοινός common fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινότερα — κοινός common neut nom/voc/acc comp pl κοινός common neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέρας — κοινοτέρᾱς , κοινός common fem acc comp pl κοινοτέρᾱς , κοινός common fem gen comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱς , κοινός common fem acc comp pl κοινοτέρᾱς , κοινός common fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέραν — κοινοτέρᾱν , κοινός common fem acc comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱν , κοινός common fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • κοινοτέραις — κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»