-
1 κοινοτέρα
κοινοτέρᾱ, κοινόςcommon: fem nom /voc /acc comp dualκοινοτέρᾱ, κοινόςcommon: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)κοινοτέρᾱ, κοινόςcommon: fem nom /voc /acc comp dualκοινοτέρᾱ, κοινόςcommon: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————κοινοτέρᾱͅ, κοινόςcommon: fem dat comp sg (attic doric aeolic)κοινοτέρᾱͅ, κοινόςcommon: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 κοινοτέρᾳ
Βλ. λ. κοινοτέρα -
3 κοινότερα
κοινόςcommon: neut nom /voc /acc comp plκοινόςcommon: neut nom /voc /acc comp pl -
4 κοινοτέρας
κοινοτέρᾱς, κοινόςcommon: fem acc comp plκοινοτέρᾱς, κοινόςcommon: fem gen comp sg (attic doric aeolic)κοινοτέρᾱς, κοινόςcommon: fem acc comp plκοινοτέρᾱς, κοινόςcommon: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
5 κοινοτέραν
κοινοτέρᾱν, κοινόςcommon: fem acc comp sg (attic doric aeolic)κοινοτέρᾱν, κοινόςcommon: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
6 κοινοτέραις
κοινόςcommon: fem dat comp plκοινοτέρᾱͅς, κοινόςcommon: fem dat comp pl (attic)κοινόςcommon: fem dat comp plκοινοτέρᾱͅς, κοινόςcommon: fem dat comp pl (attic)
См. также в других словарях:
κοινοτέρα — κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc/acc comp dual κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc/acc comp dual κοινοτέρᾱ , κοινός common fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοτέρᾳ — κοινοτέρᾱͅ , κοινός common fem dat comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱͅ , κοινός common fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινότερα — κοινός common neut nom/voc/acc comp pl κοινός common neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοτέρας — κοινοτέρᾱς , κοινός common fem acc comp pl κοινοτέρᾱς , κοινός common fem gen comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱς , κοινός common fem acc comp pl κοινοτέρᾱς , κοινός common fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοτέραν — κοινοτέρᾱν , κοινός common fem acc comp sg (attic doric aeolic) κοινοτέρᾱν , κοινός common fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
κοινοτέραις — κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek