Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοινοποιεῖ

См. также в других словарях:

  • κοινοποιεῖ — κοινοποιέω make common property pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κοινοποιέω make common property pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακοινωτής — ο 1. αυτός που γνωστοποιεί έγγραφο, είδηση ή γεγονός 2. αυτός που ανακοινώνει, γνωστοποιεί, κοινοποιεί δικαστικά ή άλλα δημόσια έγγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακοινώνω( ώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • κοινοποιώ — (AM κοινοποιῶ, έω) [κοινοποιός] κάνω κάτι δημόσια γνωστό, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινολογώ (α. «κοινοποίησε τους αρραβώνες του» β. «η απόφαση τής κυβέρνησης θα κοινοποιηθεί αύριο» γ. «κοινοποιήθηκε σήμερα ο πλειστηριασμός» δ. «κοινοποιεῖ τήν… …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • κλητήρας — ο 1. κατώτερος υπάλληλος δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου που κάνει διάφορα υπηρετικά έργα και κάθεται συνήθως στην εξώπορτα για να αναγγέλλει και να μπάζει τους επισκέπτες: Είναι κλητήρας του Υπουργείου Οικονομικών. 2. «δικαστικός κλητήρας»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»