-
1 κοινογάμια
κοινο-γάμια, τά, u. κοινογαμία, ἡ, Heiratsgemeinschaft -
2 κοινογάμια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινογάμια
-
3 κοινο-γάμια
κοινο-γάμια, τά, Heirathsgemeinschaft; Ath. XII, 555 d πρῶτος Κέκροψ μίαν ἑνὶ ἔζευξεν, ἀνέδην τὸ πρότερον οὐσῶν τῶν συνόδων καὶ κοινογαμίων ὄντων. – Bei K. S. auch κοινογαμία, ἡ.
-
4 ἰδιο-γαμία
ἰδιο-γαμία, ἡ, Ggstz von κοινογαμία, Sp.
См. также в других словарях:
κοινογάμια — κοινογάμια, τὸ (Α) η κοινογαμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινογαμία, με αλλαγή γένους (πρβλ. καταπόσια: (δυσ)καταποσία)] … Dictionary of Greek
κοινογαμία — η (AM κοινογαμία) το καθεστώς τού ελεύθερου γάμου, τής ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα τής Αφρικής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. δι γαμία … Dictionary of Greek
κοινογαμία — η καθεστώς ελεύθερης σαρκικής επαφής μεταξύ αντρών και γυναικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα σύνολο, σε μία ομάδα ανθρώπων («ομαδικό πνεύμα») 2. αυτός που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες (α. «ομαδική απεργία» β. «ομαδική αποχώρηση») 3. φρ. α) «ομαδικά αγωνίσματα» ή «ομαδικά αθλήματα» αθλητικά … Dictionary of Greek
αγροτικός κομουνισμός — Στοιχειώδης μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στο αρχέγονο στάδιο της ανθρώπινης προϊστορίας, όταν η γη δεν ήταν ατομική αλλά ομαδική ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους. Ο α.κ. είναι αποτέλεσμα της μετάβασης των λαών από… … Dictionary of Greek