Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κοινοβωμία

См. также в других словарях:

  • κοινοβωμία — κοινοβωμία, ἡ (Α) η κοινή λατρεία πολλών θεών στον ίδιο βωμό («πάντων δ άνάκτων τῶν δε κοινοβωμία σέβεσθε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βωμός] …   Dictionary of Greek

  • κοινοβωμίαν — κοινοβωμίᾱν , κοινοβωμία community of altar fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»