Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοιμούμαι

  • 1 проспать

    проспать 1) κοιμούμαι· \проспать до утра κοιμούμαι ως το πρωί 2) (не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικά; я \проспатьл и опоздал на поезд άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο
    * * *

    проспа́ть до утра́ — κοιμούμαι ως το πρωί

    2) ( не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικά

    я проспа́л и опозда́л на по́езд — άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο

    Русско-греческий словарь > проспать

  • 2 спать

    спать
    несов κοιμοῦμαι, κοιμάμαι, κοι-μώμαι:
    \спать глубоким сном κοιμούμαι βα-θειά· чу́тко \спать λαγοκοιμοῦμαι, κοιμοῦμαι ἐλαφρά.

    Русско-новогреческий словарь > спать

  • 3 переспать

    -плю, -спишь, παρλθ. χρ. переспал, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. παρακοιμούμαι.
    2. κοιμούμαι ώσπου•

    жару -.κοιμούμαι ώσπου να περάσει ο καύσωνας.

    || διανυκτερεύω•

    переспать у сос-да κοιμούμαι στο γείτονα.

    || ξεπερνώ στον ύπνο•

    всех я -ал τους ξεπέρασα όλους στον ύπνο, κοιμήθηκα περισσότερο απ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > переспать

  • 4 спать

    сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящий
    ρ.δ.
    1. κοιμούμαι•

    глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•

    я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•

    мне хочется θέλω να κοιμηθώ.

    || (για νεκρούς)• αναπαύομαι.
    2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•

    а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).

    3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.
    εκφρ.
    спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.
    κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ.

    Большой русско-греческий словарь > спать

  • 5 спать

    спать κοιμούμαι; ложиться \спать πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω; я хочу \спать θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω
    * * *

    ложи́ться спать — πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω

    я хочу́ спать — θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω

    Русско-греческий словарь > спать

  • 6 доспать

    -сплю, -спишь, παρλθ. χρ. -спал, -ла, -ло
    ρ.σ.
    κοιμούμαι ως.
    κοιμούμαι ώσπου.

    Большой русско-греческий словарь > доспать

  • 7 недосыпать

    недосы/ пать 1
    -ыплю, -ыплешь
    ρ.σ.μ.
    ρίχνω, χΰνω λιγότερο•

    недосыпать зерно в машину δε γεμίζω το αυτοκίνητο με γέννημα (καρπό).

    недосыпа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. недосыпать.
    недосыпа/ть 3
    ρ.δ. δεν κοιμούμαι επαρκώς, κοιμούμαι λιγότερο του κανονικού.

    Большой русско-греческий словарь > недосыпать

  • 8 проспать

    ρ.σ.
    1. κοιμούμαι (για ένα χρον. διάστημα)•

    я -ал семь часов κοιμήθηκα εφτά ώρες.

    2. κοιμούμαι πολύ, παρακοιμούμαι.
    3. αφήνω, προσπερνώ (λόγω ύπνου)•

    пассажир -ал станцию ο επιβάτης πέρασε το σταθμό, γιατί κοιμήθηκε.

    συνέρχομαι από τη μέθη (με τον ύπνο).

    Большой русско-греческий словарь > проспать

  • 9 сон

    сна α.
    1. ύπνος•

    пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•

    спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•

    неспокойный сон το κακουπνι•

    меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•

    крпкий сон βαθύς ύπνος•

    я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•

    погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•

    со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•

    сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•

    отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).

    || νάρκη.
    2. όνειρο•

    страшный сон τρομακτικό όνειρο•

    толковать сны εξηγώ το όνειρα•

    верить в сны πιστεύω στα όνειρα.

    || ονειροφαντασία•

    всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.

    εκφρ.
    приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•
    сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•
    спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•
    спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•
    восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•
    ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•
    ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•
    сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου.

    Большой русско-греческий словарь > сон

  • 10 соснуть

    -сну, -сншь
    ρ.σ.
    κοιμούμαι λίγο•

    соснуть часок κοιμούμαι μια ωρούλα.

    Большой русско-греческий словарь > соснуть

  • 11 уснуть

    усну, уснёшь
    ρ.σ.
    1. αποκοιμούμαι, με παίρνει ο ύπνος•

    больной -ул ο άρρωστος αποκοιμήθηκε.

    || μτφ. ησυχάζω• νεκρώνομαι.
    2. πεθαίνω•

    уснуть навеки ή навсегда κοιμούμαι για πάντα•

    уснуть вечным сном κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο.

    || (για ψάρι) ξεψυχώ, ψοφώ.

    Большой русско-греческий словарь > уснуть

  • 12 голый

    го́л||ый
    прил
    1. (нагой, обнаженный) γυμνός, γδυμνός/ ὁλόγυμνος, τσίτσιδος (ничем не прикрытый):
    с \голыйыми ногами ξυπόλυτος· \голыйые стены о£ γυμνοί τοίχοι· спать на \голыйом полу́ κοιμούμαι στό πάτωμα χωρίς στρωσίδια· на \голыйом месте ἀπ' τό τίποτε, σέ ἀπροετοίμαστο ἐδαφος'
    2. перен (без прикрас) καθαρός:
    \голыйая истина ἡ καθαρή (или γυμνή) ἀλήθεια· \голыйые факты τά ξερά γεγονότα· ◊ \голыйыми руками χωρίς ὀπλο, χωρίς ἐργαλεία· гол как сокол погов. е φτωχός σάν τόν "Ιώβ, Άνθρωπος, πού δέν ἐχει βρακί νά φορέσει.

    Русско-новогреческий словарь > голый

  • 13 дремать

    дрем||ать
    несов μισοκοιμοϋμαι, λαγο-κοιμοϋμαι:
    я \дрематьлю μέ πιάνει ὕπνος.

    Русско-новогреческий словарь > дремать

  • 14 крепко

    креп||ко
    нареч δυνατά, γερά, ισχυρώς:
    \крепкоко спать κοιμοῦμαι βαθειἄ <> \крепкоко-на́крепко γερά, σφιχτά.

    Русско-новогреческий словарь > крепко

  • 15 ночевать

    ночевать
    несов διανυκτερεύω, περνῶ τήν νύχτα:
    \ночевать не дома κοιμούμαι ἔξω.

    Русско-новогреческий словарь > ночевать

  • 16 почивать

    почивать
    несов уст., разг κοιμοῦμαι, ἀναπαύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > почивать

  • 17 сон

    сон
    м
    1. (состояние) ὁ ὕπνος:
    во сне στον ὕπνο· сквозь \сон μισοκοιμισμένος· со сиа ἀπ' τόν ὕπνο· меня кло́иит ко сиу νυστάζω· спать крепким сном κοιμοῦμαι βαθειά· пробудиться ото сна ξυπνώ ἀπό τόν ὕπνο, ἀφυπνίζομαι·
    2. (сновидение) τό ὅνειρο[ν]:
    видеть \сон βλέπω ὅνειρο· видеть во сне Βλεπω στον ὕπνο μου· как во сне σάν νά ὁνειρεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > сон

  • 18 спаться

    спать||ся
    безл:
    мне не спится δέν μέ πιάνει ὕπνος, δέν μοῦ κολλάει ὕπνος· плохо спится κοιμούμαι ἄσχημα.

    Русско-новогреческий словарь > спаться

  • 19 усиуть

    усиу́||ть
    сов
    1. ἀποκοιμιέμαι, ἀποκοι-μοϋμαι:
    ребенок \усиутьл τό μωρό ἀποκοιμήθηκε·
    2. (о рыбе) νεκρώνομαι· ◊ \усиуть навеки, \усиуть вечным сном κοιμούμαι τόν αἰώνιο ὕπνο, ἀποθνήσκω.

    Русско-новогреческий словарь > усиуть

  • 20 беспробудный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    αξύπνητος, βάρυπνος•

    спать -ым сном βαριοκοιμούμαι, κοιμούμαι μονοκοπανιά.

    || μεθυσμένος μέχρι αναισθησίας, τύφλα.

    Большой русско-греческий словарь > беспробудный

См. также в других словарях:

  • κοιμούμαι — → δες κοιμάμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοιμούμαι — και κοιμάμαι και κοιμιέμαι κοιμήθηκα, κοιμισμένος 1. πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι: Κοιμάται ήσυχα το μωρό. 2. κατακλίνομαι για ύπνο: Αυτός κοιμάται πολύ νωρίς το βράδυ. 3. αδρανώ, είμαι νωθρός: Κοιμάται όρθιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιμούμαι — βλ. κοιμάμαι …   Dictionary of Greek

  • κοιμοῦμαι — κοιμάω lull pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • ψοφοκοιμούμαι — Ν (αμτβ.) (υποτιμητικά) κοιμούμαι πολύ βαριά, ψοφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + κοιμούμαι] …   Dictionary of Greek

  • ξενοκοιμούμαι — και ξενοκοιμάμαι ξενοκοιμήθηκα 1. κοιμούμαι σε ξένο σπίτι. 2. μτφ., έχω σχέσεις ερωτικές με άτομο στο σπίτι του οποίου συχνά κοιμούμαι: Έμαθα πού ξενοκοιμάσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»