-
1 κοιμητηρίω
-
2 κοιμητηρίῳ
-
3 κοιμητηρίωι
κοιμητηρίῳ, κοιμητήριονsleeping-room: neut dat sg
См. также в других словарях:
κοιμητηρίῳ — κοιμητήριον sleeping room neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμητηρίωι — κοιμητηρίῳ , κοιμητήριον sleeping room neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)