-
1 κοιλότης
κοιλότης, ητος, ἡ, das Hohlsein, die Höhlung, Vertiefung; Arist. H. A. 4, 4; τόποι πολλὰς ἔχοντες κοιλότητας Pol. 3, 104, 4; τοῠ ἰσχίου Ath. XI, 479 b.
-
2 κοιλοτης
- ητος ἥ1) пустое пространство, полость (sc. τοῦ στομάχου, τῆς γῆς Arst.; πέτρα ἔχουσα κοιλότητα Plut.)2) вогнутость(ἥ κ. ἄνευ ὕλης αἰσθητῆς, sc. ἐστιν Arst.)
-
3 κοιλότης
κοιλότηςhollowness: fem nom sg -
4 κοιλότης
A hollowness: a hollow, , cf. HA 529a21, Thphr.Vent.30;κ. ὀρέων LXX Wi.17.19
; κ. ἐν ῥινί, = σιμότης, Them.in Ph.42.3.III metaph., shortage of cash, Phld.Oec.p.71J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλότης
-
5 κοιλότης
κοιλότης, ητος, ἡ, das Hohlsein, die Höhlung, Vertiefung -
6 κοιλότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 17,18hollowness, hollow -
7 κοιλοτήτων
κοιλότηςhollowness: fem gen pl -
8 κοιλότησι
κοιλότηςhollowness: fem dat pl -
9 κοιλότησιν
κοιλότηςhollowness: fem dat pl -
10 κοιλότητα
κοιλότηςhollowness: fem acc sg -
11 κοιλότητας
κοιλότηςhollowness: fem acc pl -
12 κοιλότητες
κοιλότηςhollowness: fem nom /voc pl -
13 κοιλότητι
κοιλότηςhollowness: fem dat sg -
14 κοιλότητος
κοιλότηςhollowness: fem gen sg -
15 κοιλότητ'
κοιλότητα, κοιλότηςhollowness: fem acc sgκοιλότητι, κοιλότηςhollowness: fem dat sgκοιλότητε, κοιλότηςhollowness: fem nom /voc /acc dual -
16 κυρτότης
κυρτότης, ητος, ἡ, die Krümmung, Wölbung, Convexität, der Concavität, κοιλότης, entggstzt; Arist. meteor. 4, 9; τῆς ϑαλάσσης Strab. I, 12; Plut., der es auch von gekrümmten Menschen braucht, τὴν Πλάτωνος κυρτότητα, de aud. poet. 7. Vgl. κυρτός.
-
17 ἀντρο-ειδής
ἀντρο-ειδής, ές, höhlen-, grottenartig, κοιλότης Plut. plac. phil. 3, 15.
-
18 ἐχῑνίσκος
ἐχῑνίσκος, ὁ, dim. von ἐχῖνος, nach Poll. 2, 16 ein Theil des Ohrs, ἡ περὶ τὴν κυψέλην κοιλότης.
-
19 εμπεριλαμβανω
1) содержать, обнимать, охватывать(κοιλότης ἐμπεριλαμβάνουσά τι Plut.)
; pass. содержаться, находиться внутриτὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον Arst. — внутренняя пустота, полость2) перехватывать, отрезывать(τὸ ὕδωρ ἐρύμασί τισιν Plut.)
-
20 носовой
носов||ойприл1. ρινικός, τής μύτης:\носовой платок τό μαντήλι, τό ρινόμακτρο[ν], τό μυξομάντηλο· \носовойа́я полость ἡ ρινική κοιλότης·2. лингв. ἔρρινος, ἔνρινος, ρινόφωνος:\носовойы́е согласные τά ἔρρινα σύμφωνα·3. мор.:\носовойая часть корабля ἡ πλώρη, ἡ πρῶρα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοιλότης — hollowness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτήτων — κοιλότης hollowness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότησι — κοιλότης hollowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότησιν — κοιλότης hollowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητα — κοιλότης hollowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητας — κοιλότης hollowness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητες — κοιλότης hollowness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητι — κοιλότης hollowness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητος — κοιλότης hollowness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητ' — κοιλότητα , κοιλότης hollowness fem acc sg κοιλότητι , κοιλότης hollowness fem dat sg κοιλότητε , κοιλότης hollowness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχώρησις — διαχώρησις, η (AM) κένωση, αποπάτηση μσν. χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῡδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος) … Dictionary of Greek