-
1 κοιλοπεδος
-
2 κοιλόπεδος
1 lying in a hollowΚρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
-
3 κοιλόπεδος
κοιλό-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλόπεδος
-
4 κοιλόπεδον
κοιλόπεδοςlying in a hollow: masc /fem acc sgκοιλόπεδοςlying in a hollow: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
κοιλόπεδος — κοιλόπεδος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
κοιλόπεδον — κοιλόπεδος lying in a hollow masc/fem acc sg κοιλόπεδος lying in a hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)