-
1 κοιλογάστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλογάστωρ
-
2 κοῖλος
Grammatical information: adj.Meaning: `hollow, hollowed out, spacious, deep' (Il.).Other forms: κόϊλος, s. belowCompounds: Often as 1. member, e. g. κοιλο-γάστωρ `with a hollow belly, greedy' (A.; on the formation Sommer Nominalkomp. 150).Derivatives: A. Substant.: 1. κοιλία f. `abdomen, belly, hollow of the body in gen.' (IA.) with κοιλιώδης `belly-like' (Arist.), κοιλιακός `blonging to the belly, suffer from diseases of the belly' (Plu., medic.), κοιλιτική ( νόσος) `disease of the belly' ( Cat. Cod. Astr.); diminut. κοιλίδιον (Str.). 2. κοιλάς f. `hollow, ravine' (hell.), adj. f. `hollow' (Tryph. Ep.). 3. κοιλότης `hollow' (Arist.). 4. κοιλίσκος m. `hollow, scoop-shaped knife' (medic.; cf. γραφίσκος and other names of instruments in Chantraine Formation 408). 5. and 6. κοίλωμα (Arist., hell.), κοίλωσις (Hp.) `hollowing, deepening', cf. κοιλόομαι below. - B. Adjectives (to τὸ κοῖλον `hollow, cavity'): 1. κοιλώδης `rich in cavities' (Babr.). 2. κοιλαῖος = κοῖλος (Gal.). - C. Verbs: 1. κοιλαίνω, κοιλᾶναι (- ῆναι), κεκοίλασμαι `hollow out' (IA.) with κοίλανσις (Alex. Aphr.), κοίλασμα (LXX, Hero), κοιλασία (Hero), 2. κοιλόομαι, only in κεκοιλωμένος `hollowed' (D. S., Dsc.); κοίλωμα, κοίλωσις, if not directly from κοῖλος, s. above.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [592] *ḱeu(H)-? `hollow, deep' ??Etymology: From the sometimes threesyllabic κόϊλος (in Hom. always possible except χ 385, at verse-beginning; Meister HK 50, Chantraine Gramm. hom. 1, 28) follows a basis *κόϜιλος, which can be connected as λ-deriv. with κόοι τὰ χάσματα τῆς γῆς, καὶ τὰ κοιλώματα H. and Lat. cavus `hollow' from *kou̯os; beside it MIr. cūa `hollow' \< *ḱou̯-ios. If the connection κοῖλος = Alb. thelë `deep' (\< IE *ḱou̯ilos) is correct (Pedersen KZ 36, 332), the formation is older than Greek. Cognate l-derivv. are Arm. soyl `cavity' (\< IE. *ḱeu-lo-) and κύλα; s. v. More on the formation Benveniste Origines 41f., where a noun in -il is supposed as basis, and Specht Ursprung 130, who starts from an i-stem, referring to the hapax κοιφόν κοῖλον (prob. for κυφόν). - S. also κῶος, κώθων, κύαρ; further W.-Hofmann s. cavus.Page in Frisk: 1,891-892Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κοῖλος
См. также в других словарях:
κυτογάστωρ — κυτογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. κύτος + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ολβιο γάστωρ] … Dictionary of Greek
μεγαλογάστωρ — μεγαλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. γλωσσο γάστωρ, κοιλο γάστωρ] … Dictionary of Greek
μεσογάστωρ — μεσογάστωρ, ορος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεσογάστορα ναῡται [ναύταν], τὸν ἐν τῇ μέσῃ νηί. Βέλτιον δὲ τὸν διεζωσμένον μέσην τὴν γαστέρα, ζωνογάστορα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ, γαστέρος), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ταυρο γάστωρ] … Dictionary of Greek
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek