-
1 κοιλιακός
II of persons, suffering in the bowels, ib.73, Ruf. ap. Orib.8.24.30, Philagr.ib.5.20.2, Plu.2.101c, Gal.6.525.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλιακός
См. также в других словарях:
ιχθυακός — ἰχθυακός, ή, όν (Α) 1. ιχθυϊκός* 2. φρ. «ἰχθυακή πύλη» πύλη στην οποία πωλούσαν ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + κατάλ. ακος (πρβλ. ηλι ακός, κοιλι ακός)] … Dictionary of Greek