-
1 κοιλιακαίς
-
2 κοιλιακαῖς
См. также в других словарях:
κοιλιακαῖς — κοιλιακός of the bowels fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κοιλιακαίς
2 κοιλιακαῖς
κοιλιακαῖς — κοιλιακός of the bowels fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)