-
1 κοιλας
-
2 κοιλάς
ο см. κοιλάδα -
3 γυαλον
τό1) выпуклость, выгнутая поверхность(θώρηκος γ. Hom.)
γύαλα Hom. — обе половины брони2) полость(κρατήρων γύαλα Eur.)
κοίλας γ. πέτρας Soph. — пещера в скале3) впадина, долина, лощина, ущелье(γύαλα Παρνησοῖο HH., Hes., Πυθῶνος Pind., Αύδια Aesch.; μεσόμφαλα γύαλα Φοίβου Eur.; Ναυκράτιδος Anth.)
-
4 κλαυθμών
(-ώνος) ο:κοιλάς τού κλαυθμώνος — ад
См. также в других словарях:
κοιλάς — κοιλάς, άδος, ἡ (AM) βλ. κοιλάδα … Dictionary of Greek
κοιλάς — hollow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίλας — Κοίλᾱς , Κοίλη giblets of poultry fem acc pl Κοίλᾱς , Κοίλη giblets of poultry fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλας — κοίλᾱς , κόιλος hollow fem acc pl κοίλᾱς , κόιλος hollow fem gen sg (doric aeolic) κοί̱λᾱς , κοῖλος hollow fem acc pl κοί̱λᾱς , κοῖλος hollow fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάδα — κοιλάς hollow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάδας — κοιλάς hollow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάδες — κοιλάς hollow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάδι — κοιλάς hollow fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάδος — κοιλάς hollow fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάδων — κοιλάς hollow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσι — κοιλάς hollow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)