-
1 κογχυλιας
См. также в других словарях:
κογχυλίας — κογχυλίας, ὁ (Α) [κογχύλη] ο κογχίτης* … Dictionary of Greek
κογχυλίας — κογχυλίᾱς , κογχύλιος purple fem acc pl κογχυλίᾱς , κογχύλιος purple fem gen sg (attic doric aeolic) κογχυλίᾱς , κογχυλίας masc acc pl κογχυλίᾱς , κογχυλίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλίου — κογχύλιον small kind of mussel neut gen sg κογχύλιος purple masc/neut gen sg κογχυλίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)