-
1 κοβαλικευμα
-
2 κοβᾱλίκευμα
κοβᾱλίκευμα, τό, = κοβαλεία; Ar. ἐν πανουργίᾳ τε καὶ ϑράσει καὶ κοβαλικεύμασι Equ. 332.
-
3 κοβαλίκευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοβαλίκευμα
-
4 κοβαλικεύμασι
κοβᾱλικεύμασι, κοβαλίκευμαknavish trick: neut dat pl -
5 κοβαλικεύμασιν
κοβᾱλικεύμασιν, κοβαλίκευμαknavish trick: neut dat pl
См. также в других словарях:
κοβαλίκευμα — κοβαλίκευμα, τὸ (Α) [κοβαλικεύω] πανούργο τέχνασμα («θράσει καὶ κοβαλικεύμασιν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κοβαλικεύμασι — κοβᾱλικεύμασι , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοβαλικεύμασιν — κοβᾱλικεύμασιν , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)