-
1 κνισαλέος
A filled with the steam of fat, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισαλέος
-
2 κνισάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισάριον
-
3 κνισάω
A fill with the savour of burnt sacrifice, κ. ἀγυιάς (never τὰς ἀγυιάς) make them steam with sacrifice, Ar.Eq. 1320, Av. 1233, Orac. ap. D.21.51;κ. βωμούς E.Alc. 1156
; intr., κ. βωμοῖσι raise the steam of sacrifice on.., Orac. ap. D. 21.52;κ. παρὰ τοὺς βωμούς Luc.JTr.22
. -
4 κνισήεις
A full of the steam of burnt sacrifice,δῶμα Od.10.10
;μήλων κνισάεσσαπομπά Pi.O.7.80
: dat.[var] contr.κνισᾶντι Id.I.4(3).66
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισήεις
-
5 κνισηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισηρός
-
6 κνίσμα
A scratches, μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει; AP 12.67; μή σε [κν] ισμάτων [γεύσω] dub. in Herod.9.4: metaph., irritation, Phld.Lib.p.16 O.; of lovers' quarrels, AP7.219 (Pomp. Jun.). -
7 κνισμός
κνισ-μός, ὁ,II tune for the flute, Tryphoap. Ath.14.618c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισμός
-
8 κνισώδης
A steaming like roast meat, fatty, Arist.HA 534a23; opp. ἀπίμελος, Id.PA 675b11;κνισῶδες ἐρυγγάνειν Gal.8.35
, cf. Phlp.in APo.378.16;κ. ἀπεψία Alex.
Trall.Febr.1; greasy, of oil, Gal.6.289.II metaph.,τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κ. Plu.2.1088f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισώδης
-
9 κνισωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισωτός
См. также в других словарях:
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek
φιλόκνισος — (I) ον, ΜΑ αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ κνισος]. (II) ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνισος… … Dictionary of Greek