-
1 κνισολοιχός
κνισολοιχόςlicker of fat: masc /fem nom sg -
2 κνισολοιχός
κνῑσο-λοιχός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνισολοιχός
-
3 κνισολοιχέ
κνισολοιχόςlicker of fat: masc /fem voc sg -
4 κνισσο-λοιχός
κνισσο-λοιχός, richtiger κνῑσολοιχός, Bratenlecker Leckermaul; Antiphan. bei Ath. III, 125 f; Amphis bei Ath. IX, 386 e, falsch betont κνισολοῖχος.
-
5 κνισολοιχού
-
6 κνισολοιχοῦ
-
7 ὀψόφαγος
ὀψόφᾰγ-ος, ὁ,A one who eats delicacies, such as fish and other dainties, epicure, gourmet, Ar. Pax 810, Cephisod.9, Antiph. 190.5, Eub.88, Arist.EN 1118a32;ὀ. εἶ καὶ κνισολοιχός Sophil.7
, cf. X.Mem.3.14.2 sq., Timae.71: epith. of a fish, Opp.H.1.141: irreg. [dialect] Att. [comp] Sup.ὀψοφαγίστατος X.Mem.3.13.4
, Poll.6.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψόφαγος
См. также в других словарях:
κνισολοιχός — κνισολοιχός, όν (Α) ο λαίμαργος για το λίπος ψητού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + λοιχός (< λείχω «γλύφω»), πρβλ. αιματο λοιχός, τραπεζο λοιχός] … Dictionary of Greek
κνισολοιχός — licker of fat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισολοιχοῦ — κνισολοιχός licker of fat masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισολοιχέ — κνισολοιχός licker of fat masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
κνισολοιχία — κνισολοιχία, ἡ (Α) [κνισολοιχός] το να επιθυμεί κάποιος με λαιμαργία το λίπος ψητού κρέατος … Dictionary of Greek