-
1 κνῑπία
κνῑπία, ἡ, = κνιπεία, Sp.
См. также в других словарях:
κνιπία — κνιπία, ἡ (Μ) έλλειψη τροφίμων, λιμός («ἐγένετο δὲ ἐν τῷ χρόνω τούτῳ θανατικόν καὶ κνιπία παντὸς εἴδους», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το κνιπός*] … Dictionary of Greek
κνιπεία — κνιπεία, ή (AM) [κνιπεύω] μσν. κνιπία*. αρχ. φιλαργυρία, τσιγκουνιά … Dictionary of Greek
σκνιπία — ἡ, Μ έλλειψη, ανεπάρκεια, στέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κνιπία* «έλλειψη τροφίμων» με προθετικό σ ] … Dictionary of Greek