Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κνῑπία

См. также в других словарях:

  • κνιπία — κνιπία, ἡ (Μ) έλλειψη τροφίμων, λιμός («ἐγένετο δὲ ἐν τῷ χρόνω τούτῳ θανατικόν καὶ κνιπία παντὸς εἴδους», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το κνιπός*] …   Dictionary of Greek

  • κνιπεία — κνιπεία, ή (AM) [κνιπεύω] μσν. κνιπία*. αρχ. φιλαργυρία, τσιγκουνιά …   Dictionary of Greek

  • σκνιπία — ἡ, Μ έλλειψη, ανεπάρκεια, στέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κνιπία* «έλλειψη τροφίμων» με προθετικό σ ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»