-
1 κμητός
A wrought, Hsch., EM521.31:—found only in compds. [full] κνᾰδάλλω, = κνάω, scratch, Hsch. [full] κνάζει· βοηθεῖ, Id. [full] κναίω, = κνάω, prob.l. for καινιεῖ, LXXSi.38.28:— elsewh. only in compds. [full] κνᾱκίας, [full] κνᾱκός, [full] κνάκων, [dialect] Dor. for κνηκ-. [full] κνᾶμις, v. κνημίς. [full] κνάμπτω, v. κνάπτω. [full] κνάξ· γάλα λευκόν, Hsch.; cf. [full] κναξζβί (cj. κνάξ) Thespis 4.
См. также в других словарях:
κναδάλλω — (Α) ξύνω, κνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα κναίω, κνώδαλο και ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *kenә d τής ΙΕ ρίζας *ken «ξύνω», τής οποίας εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *kn d ] … Dictionary of Greek