Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κνίδωσις

См. также в других словарях:

  • κνίδωσις — itching fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνιδώσιες — κνίδωσις itching fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… …   Dictionary of Greek

  • κνιδωτικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την κνίδωση ή οφείλεται σ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίδωσις. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticarial] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»