Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κνήστῑ

См. также в других словарях:

  • κνῆστι — κνῆστις grater fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήστι — κνή̱στῑ , κνῆστις grater fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήστ' — κνηστί , κνηστίς hollow hair pin fem voc sg κνηστά , κνηστός scraped neut nom/voc/acc pl κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc/acc dual κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc sg (doric aeolic) κνηστέ , κνηστός scraped masc voc sg κνησταί , κνηστός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»