-
1 κνώδαλον
κνώδαλ-ον, τό, anyA wild creature, Od.17.317; ; but also, of an ox or ass, h.Merc. 188; of beasts generally,κνωδάλων τε καὶ βροτῶν A.Ch. 601
(lyr.); κ. πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ, of birds and beasts, Id.Supp. 1000; κ. βροτοφθόρων ib. 264; of sea-monsters,κνώδαλ' ἐν βένθεσι πορφυρέας ἁλός Alcm.60.5
, cf. A. Ch. 587 (lyr.); ; ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδόν (sc. Theseus) S.Fr. 905, cf. Tr. 716; of boars, lions, E. Supp. 146; asses, Pi.P.10.36; serpents, Id.N.1.50, Nic.Th.98, Pl. Ax. 365c;κώνωπες νυκτὸς κ. διπτέρυγα AP5.150
(Mel.); of persons, as a term of reproach,ὦ παντομισῆ κ. A.Eu. 644
: Com., brutes, beasts,τρία κ. ἀναιδῆ Cratin.233
, cf. Ar.Lys. 477; also ἁβρὰ Μουσᾶν κ. dainty prey of the Muses, Cerc.7.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνώδαλον
См. также в других словарях:
κνώδαλο — το (AM κνώδαλον) (για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος μσν. αρχ. κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ ὅσ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ. αρχ. οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek