-
1 κνηστήρος
-
2 κνηστῆρος
См. также в других словарях:
κνηστῆρος — κνηστήρ scraping knife masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κνηστήρος
2 κνηστῆρος
κνηστῆρος — κνηστήρ scraping knife masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)