-
1 κνηστήριον
κνηστήριον, τό, = Vorigem, Hesych.
-
2 κνῆστρον
κνῆστρον, τό, 1) = κνηστήριον, Hippocr. – 2) = κνέωρος, Galen.
-
3 κνηστήρ
κνηστήρ, ῆρος, ὁ, u. κνηστήριον, τό, Schabmesser
1 κνηστήριον
κνηστήριον, τό, = Vorigem, Hesych.
2 κνῆστρον
κνῆστρον, τό, 1) = κνηστήριον, Hippocr. – 2) = κνέωρος, Galen.
3 κνηστήρ